Σαν το λίγο το νερό – Σωτήρης Δημητρίου

Νίκος Καββαδίας

Τὸ καλοκαίρι ἐπέρασε…
Τώρα τὸ καλοκαίρι πάει … ἐπέρασε …
Κ᾿ εἶνε καιρὸς νὰ φύγουμε γιὰ πέρα.
Δυὸ μῆνες ἐπεράσαμε ἔτσι ἄσκοπα
ἂν κ᾿ εἴχαμε πολλὲς ἰδέες στὸ νοῦ μας.
Ἐκεῖνα ποὺ σκεφθήκαμε δὲν κάναμε
καὶ πάντα τ᾿ ἀναβάλαμε γιὰ τ᾿ αὔριο
γιὰ κάποιαν κάθε μέρα γράμμα ἐγράφαμε
ποὺ ὅμως αὐτὴ δὲν τόλαβεν ἀκόμα.
Σὲ ναυτικὲς ταβέρνες ἐκαθήσαμε
σὲ γέρους πλάϊ ποὺ λέγαν ἱστορίες
καὶ ποὺ συχνά, σιγὰ μᾶς ἐσυμβούλευαν
μὲ λόγια ποὺ πιὰ τἄχαμε ξεχάσει.
Σὲ πανηγύρια πήγαμε χωριάτικα
ψηλὰ σὲ ρημοκλήσια γκρεμισμένα
κι ἐπιάσαμε μαντήλι καὶ χορέψαμε
μὲ παληκάρια, καὶ παιδοῦλες νιές.
Πολλὲς φορὲς τ᾿ ἀγέρι μᾶς ἐκοίμισε
μέσα σὲ βάρκα … κάτω ἀπ᾿ ἕνα δέντρο
κι ἐκάναμ᾿ ἕναν ὕπνο τόσον ἥσυχο
ἔτσι μακρὺ … σὰ νἄχαμε πεθάνει …
Καὶ τ᾿ αὔριο ποτὲ δὲν ἐσκεφθήκαμε
οὔτε καὶ τὴν ἡμέρα τῆς φυγῆς μας.
… Τώρα τὸ πλοῖο μᾶς παίρνει. Πέρα τὸ ἄγνωστο
ἢ τρικυμίες!, οἱ μπόρες! …
13.09.1928

Θυμᾶμαι κάποιο φίλο μου ψαρᾶ
Θυμᾶμαι κάποιο φίλο μου, ἕναν ὠχρὸ καμπούρη
στὸ μακρινό μου τὸ χωριὸ ποὺ ἔκανε τὸν ψαρᾶ.
Πολλὲς φορὲς ψαρεύαμε μαζί, κι αὐτὸς ξεχνιώταν
μὲ τὰ κουπιὰ στὰ χέρια του κυττώντας τὰ νερά…
Κ᾿ ἦταν μακριὰ τὰ χέρια του σὰν τὰ κουπιὰ ποὺ ἐκράτει
καὶ μία σχισμένη ναυτικὴν ἐφόραγε στολή.
Ἔμενεν ὧρες σιωπηλὸς κι ἀκίνητος σὰ σφίγγα
κι ἔπειτα ὡς νἆταν μοναχὸς ἀρχίναε νὰ μιλεῖ.
Δὲ μίλαε γιὰ ναυάγια δὲν ἔλεε γιὰ φουρτοῦνες,
ἢ γιὰ κυρὲς τῆς θάλλασας μὲ οὐρὰ καὶ μὲ φτερά,
γι᾿ ἁπλὰ ἐμιλοῦσε πράμματα καὶ γιὰ συνιθισμένα
ποὺ ὅμως στὸ στόμα του αὐτουνοῦ γινόταν θλιβερά.
Εἶχε μία βάρκα ἔτσι μικρὴ ποὺ μόλις τὸν χωροῦσε
καὶ ποὺ τὴν ἔλεε μοναχὸς «σπίτι χωρὶς σκεπή».
Ὁ κόσμος τὸν ἐπείραζεν, αὐτὸς ἀδιαφοροῦσε.
Ἴσως δὲν εἴξερε ὁ φτωχὸς τὸν πόνο του νὰ πεῖ.
Πολλὲς φορὲς τὸν ἄκουγα βραχνὰ νὰ τραγουδάει
ἕνα τραγούδι ἐρωτικὸ μαζὶ καὶ ναυτικὸ
καὶ μοῦ φαινόταν πὼς σ᾿ αὐτὰ τ᾿ ἀρρωστημένα στήθη
κρυβόταν κάποιο θλιβερὸ μεγάλο μυστικό.
Καὶ μία βραδιὰ τὸν βρήκανε μὲς τὴ μικρή του βάρκα
μὲ τὰ μικρὰ τὰ μάτια του κλειστὰ γιὰ πάντα πιά…
Θυμᾶμαι κάποιο φίλο μου ψαρᾶ ποὺ ἀφηρημένος,
τὰ καθαρὰ κύτταε νερὰ καὶ κράτταε τὰ κουπιά.