Η αισθητική της σιωπής – Σούζαν Σόνταγκ Το βιβλίο της ανησυχίας – Φερνάντο Πεσσόα

Σαν το λίγο το νερό – Σωτήρης Δημητρίου

Η αγάπη που διπλασιάζει το καλό και μοιράζει το κακό ίσως μου ‘δειχνε τον δρόμο, ίσως όπλιζε την θέληση μου με θάρρος, ίσως αφαιρούσε υπακοή και φόβο.
Από κείνον τον χειμώνα και πέρα χειμώνας ήταν η ζωή μου.
Ο κόμπος που άλυτος με ακολουθούσε απ’ την γη ήταν ότι σχεδόν ποτέ δεν ήμουν εν ζωή ολόκληρος στις στιγμές του παρόντος. Διεύφευγε η ουσία μου, πότε στις αναμνήσεις, πότε στις προσδοκίες.

Είδα το χωριό μου και τα συκαρμαθιασμένα γειτονικά χωριά, πριν ακόμα περιχαρακωθούν στο κράτος, και θαύμασα τον σφριγηλό πολιτισμό τους. Τα πιο πολλά πράγματα -με δυσκολία βέβαια- τα έφτιαχναν μόνοι τους. Αλλά αυτή η δυσκολία τούς έμαθε να ξεχωρίζουν το σημαντικό και το απαραίτητο και ενστάλαζε στα αντικείμενα αφοσιωμένον χρόνο.

Επίσης η ατομική φαντασία τους εκινείτο στα όρια της συλλογικής φαντασίας. Έτσι, το κάθε χρηστικό έργο τέχνης ήταν και δεν ήταν αναμενόμενο. Δεν ένιωθαν την ανάγκη της συνεχούς εκπλήξεως· ή μάλλον οι πολλές μικρές εκπλήξεις ήταν κρίκοι στις αργές διαδοχές των καιρών. Συνεπώς και οι αφομοιώσεις τους ήταν φυσικές. Γενεές επί γενεών γεννιόντουσαν, μεγάλωναν και πέθαιναν με το ίδιο καζάνι, με το ίδιο βεργί, με το ίδιο μπρίκι.

Η συνύπαρξη με το φυσικό τους περιβάλλον ήταν αρμονική. Δρόμος ήταν το μονοπάτι που άνοιγαν τα πόδια τους ή τα πόδια των ζώων τους στους αιώνες.

Αλλά και η γλώσσα τους έμοιαζε να είναι χειροποίητη. Πηγή της αέναη, η θαλερή ανθρωποφύση. Τροφοδότης της τα φεύγοντα σύννεφα του φθινοπώρου, το σμίξιμο του ανέμου με τις χελιδρονιές, τα κοτσύφια της λακκιάς, το βουητό της μέλισσας, το βλασταροντυμένο ρυάκι, η ησυχία και η μουσική της θερινής νύχτας, το δέος του χιονισμένου βοριά.

Η σπορά και ο θέρος, η γέννα και ο θάνατος των οικείων ζώων τους μπόλιαζαν αυτήν την γλώσσα με την κραταιά γνώση ότι όλα πεθαίνουν και όλα αναγεννώνται. Έπεφταν ολόσωμα και ολόψυχα στην καρδιά του πένθους, πλάι στον νεκρό και ίσως γι’ αυτό απ’ την άλλη μέρα κιόλας αχνόφεγγε μια χαραμάδα φωτός. Ήξεραν να πενθούν γι’ αυτό ήξεραν και να χαίρονται, ήξεραν να μοιρολογούν γι’ αυτό και τραγουδούσαν.

Θρησκευτικές τελετές, τελετές εθίμων, γεωργικές τελετές -που τις πιο πολλές φορές υπήρχε αλληλοεισδοχή μεταξύ τους- σφυρηλάτησανν ένα ισχυρό ψυχικό ανάχωμα στην γραμμικότητα του χρόνου, στο χαώδες μέλλον.

Καθοδηγούμενο -κατ’ ουσίαν προστατευμένο- το καθένα πρόσωπο δεν είχε την βασική ευθύνη για τη ζωή του. Έτσι απολάμβανε μια διαρκή ψυχική αρμονία -ακόμα κι αν ήταν κακότυχο- δεν το ταλάνιζαν οι συγκρούσεις για τις εγκαταλελειμμένες -ουσιαστικά ανύπαρκτες, επειδή είναι άπειρες- επιλογές.

Δεν ένιωθαν οι άνθρωποι την ανάγκη να ταξιδέψουν. Κάθε ημέρα στο χωριό ήταν ένα πολύσημο ταξίδι στο πάντα καινούργιο σκηνικό της, ένας συσταλμένος ενιαύσιος που διεύρυνε με θετική υποκειμενικότητα το χρόνο.

Με την παγίωση του νεοελληνικού κράτους τα χωριά σιγά-σιγά έπαψαν να δημιουργούν πολιτισμό. Κατ’ αρχάς με την εθνική εκπαίδευση η οποία περιφρόνησε βαθύτατα την μητρική γλώσσα και τους γλωσσικούς τρόπους των χωρικών. Δεν φυτεύει η εκπαίδευση λέξεις· μάλλον ξεριζώνει αυτές που φυτεύει η ζωή.

Μέχρι το χωράφι της πήγαινε μια χωριάτισσα κι αυτά που είχε να διηγηθεί -και τα εδιηγείτο- ήταν ολόκληρη περιπέτεια. Με τα βήματα της ζωγράφιζε την ζωή της. Ζωή πεζή.

από το βιβλίο
Σαν το λίγο το νερό
εκδόσεις
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ