image Ta yurt του Caravan Project ως χώρος πραγματοποιημένης ουτοπίας

Τα πιο όμορφα ταξίδια δεν έγιναν ακόμα…

Η πιο όμορφη θάλασσα είναι αυτή 
που δεν την αρμενίσαμε ακόμα 
Το πιο όμορφο παιδί 
δεν μεγάλωσε ακόμα. 
Τις πιο όμορφες μέρες μας 
δεν τις ζήσαμε ακόμα, 
και, αχ, ότι πιο όμορφο θα΄θελα να σου πω 
δεν στο ‘πα ακόμα. 
(Ναζίμ Χικμέτ)

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ταξίδευα είτε οργανώνοντας εξερευνήσεις με τους φίλους μου σε άλλες γειτονιές, είτε ξεμακραίνοντας από τους οικείους μου και με όχημα τη φαντασία αναζητούσα τη φυγή σε έναν κόσμο δικό μου, όπου απουσίαζαν οι νόμοι της βαρύτητας, σε έναν κόσμο που ήταν γεμάτος μυστικά περάσματα και ακατανόητες μα αισθαντικές συναντήσεις, όπου μπορούσα να ονειρεύομαι ελεύθερος, να περιπλανιέμαι άσκοπα φορτίζοντας τη ψυχή και το μυαλό μου. Χωρίς να ξέρω τι είναι όλα αυτά, είχα την αίσθηση από μικρός πως η ζωή του ανθρώπου είναι ένα ταξίδι και πως αυτή η λέξη είναι η μόνη λέξη που αν κανείς την προφέρει σωστά, θα μερμηγκιάσει ολόκληρο το κορμί του μιας και είναι συνδεδεμένη με όλες εκείνες τις υπέροχες συνιστώσες της ζωής όπως το όνειρο, η φαντασία, η περιπλάνηση, το απρόβλεπτο, η εμπειρία. Υπήρχε θύμαμαι μια απογοήτευση όταν θα έπρεπε να φύγω από τον κόσμο των ονείρων και να επανέλθω στην πραγματικότητα, ένας συμβιβασμός που θα έπρεπε να δεχθώ ώστε να γίνομαι αρεστός από τους γύρω μου. Η απογοήτευση και ο συμβιβασμός συνεχίζονται μέχρι σήμερα.

Από την άρχη οι δύο αντίθετες φαινομενικά αλλά στην ουσία ίδιες ροπές του ταξιδιού- από τη μία το ταξίδι σαν κίνηση προς τα έξω, σαν περιπλάνηση σε διαφορετικούς τόπους και προορισμούς και από την άλλη το ταξίδι σαν κίνηση προς τα μέσα, με μια διάθεση αποδόμησης της έννοιας της συμπαγούς ταυτότητας, μια βύθιση προς ανεξερεύνητα ψυχικά τοπία, ένα εσωτερικό ταξίδι αυτοπραγμάτωσης και πλάνης- ήταν αυτές που επηρρέασαν τη ζωή μου και στάθηκαν αφορμή για το οδοιπορικό του  Caravan.

Υπάρχει μια ευγένεια στα ταξίδια που δεν πραγματοποιήθηκαν, στους έρωτες που δεν τελεσφόρησαν. Η ψυχή του ονειροπόλου τρέφεται με την φανέρωση προωτοειδωμένων τόπων και όχι κατά ανάγκη με την πρόσεγγιση αυτών των τόπων.

Η αίσθηση της ελευθερίας που διαποτίζει το κάθε ταξίδι μετατρέπεται σε μια αίσθηση κενού όταν το ταξίδι ολοκληρώνεται. Το ταξίδι είναι μια εφήμερη απόπειρα χλευασμού του μόνιμου. Ο ταξιδιώτης ενδόμυχα κατευθύνεται προς τόπους που θα του προσφέρουν αγαλλίαση και στάση και όσα ταξίδια κι αν κάνει, όσες αποδράσεις από το σύνηθες κι αν επιδιώξει, αναζητά το μόνιμο, αυτή τη γη της επαγγελίας που επιτέλους θα μπορεί να ξαποστάσει χωρίς να ταλανίζεται πια από την επιθυμία της φυγής. Ο ταξιδιώτης δεν είναι ένας γοητευτικός εξερευνητής εξωτικών τόπων αλλά ένας τραγικός ερμηνευτής των αντιφάσεων που διαποτίζουν την ανθρώπινη ψυχή: ένας υμνητής και ταυτόχρονα αρνητής της ελευθερίας που λαχταρά.

Ο ταξιδιώτης λέει ο Σαραμάγκου δεν μπορεί να αγαπήσει γιατί η αγάπη είναι στάση ενώ το ταξίδι είναι κίνηση. Κάθε λοιπόν που το παιδί ξεμακραίνει για να εξερευνήσει μια άλλη γειτονιά, η αθωότητα χύνει ένα δάκρυ. Παρόλα αυτά μια ακατανόητη δύναμη, μας σπρώχνει ξανά στο δρόμο, σαν υπνωτισμένοι ανταποκρίνομαστε στο κάλεσμα για ταξίδι, ωσάν να υπακούμε σε ένα παράξενο εσωτερικό χρησμό μέσα από τον οποίο αυθυποβάλλεται η περιπλάνηση ως πορεία αυτοπραγμάτωσης.

Όπως για να γράψεις πρέπει να ξεχάσεις τη γραμματική, έτσι και για να ταξιδέψει κανείς πρέπει να ξεχάσει τον προορισμό. Συχνά υπάρχει μια ιδιοτέλεια στο ταξίδι, μια φιλοδοξία για κατάκτηση που μετατρέπει το ταξίδι σε ένα καταναλωτικό προϊόν που η ισχύς του εξαντλείται τη στιγμή της κατάκτησης του. Ο ταξιδιώτης δεν μπορεί να είναι άπληστος, να κυριεύεται από προσδοκίες και επιθυμίες, αλλά να παρασύρεται σαν υπνωτισμένος από τα κελεύσματα του θαυμαστού. “Αρματωμένος με μια φλογισμένη υπομονή”, όπως λέει ο Ρεμπώ να καλλιεργεί αδιάκοπα την ετοιμότητα της ψυχής του εμπρός στην προσφορά του απροσδόκητου, χωρίς να επιλέγει, χωρίς να διακρίνει, αλλά ανταποκρινόμενος με χάρη στα τερτίπια του αναπάντεχου.

Ο έρωτας προς τη ζωή που συνοδεύει το κάθε ταξίδι, συμβαίνει όταν ο άνθρωπος κινδυνεύει, όταν είναι έτοιμος να θυσιάσει αυτό που είναι για αυτό που μπορεί να γίνει, όταν ακούει τη φωνή της καρδιάς του πάνω από όλα και όταν συνεχίζει να ονειρεύεται ακόμα και όταν βλέπει τα όνειρα του να διαλύονται μπροστά του. Ο ταξιδιώτης οφειλεί να είναι πιστός στη ζωή- αν και ανατρεπτικός ως προς την κοινή λογική- και στη διαστάυρωση της ασφάλειας με το όραμα του ιδανικού, υποτελής καθώς και ελεύθερος. Το κάθε ταξίδι προϋποθέτει ότι θα κοντραριστούμε με τις στραβές γραμμές που μας έχουν σκιαγραφήσει…η ζωή μας συντίθεται – όπως και η αρμονία του κόσμου- από αντίθετα πράγματα, καθώς και από διάφορους τόνους γλυκούς και τραχείς, οξείς και επίπεδους, μαλακούς και δυνατούς… ο μουσικός που θα αρέσκονταν μόνο στο ένα είδος τι είδους μουσική θα μπορούσε να εκφράσει;

Δεν υπάρχει κάποιο εγχειρίδιο που αν το ακολουθήσουμε κατά γράμμα θα φτάσουμε στον προορισμό μας. Αν όμως στο ταξίδι μας, διατηρούμε αυτό που ο Κέρουακ ονόμαζε “ιερότητα της περιπλάνησης”, όπου αφήνουμε τις βεβαιότητες κατά μέρος και αντικρύζουμε τον κόσμο με φρέσκο μάτι και καθαρή καρδιά, τότε αν αυτή η αβεβαιότητα δεν μας τρελάνει θα κάνει τις ζωές μας περισσότερο συναρπαστικές απ’ότι μπορούμε να φανταστούμε. O ταξιδιώτης που στυλώνει τη σκέψη στο μάκρο του δρόμου που έχει μπροστά του, κουράζεται περισσότερο από το σύντροφο του που αφήνει τη φαντασία του λάσκα όσο κρατάει η πορεία. Τις περισσότερες όμως φορές δεν ξέρουμε τι κάνουμε, γιατί πήραμε αυτό το δρόμο και όχι τον άλλο, όμως στη ψυχή μας μέσα υπάρχει κάτι που γνωρίζει… εμείς μπορούμε να το ανακαλύψουμε αν κάνουμε υπομονή και αφήσουμε τα πράγματα να κυλήσουν μόνα τους… λάμπει μέσα μου εκείνο που αγνοώ ωστόσο λάμπει, έλεγε ο Ελύτης.

Κάτι συμβαίνει όταν ταξιδεύει κανείς, κάτι μετασχηματίζεται. Όταν ανοίγουμε τον εαυτό μας με εμπιστοσύνη στο άγνωστο, όπου τίποτα δεν είναι μαύρο και άσπρο, άλλα όλα υπάρχουν ταυτόχρονα, σχετίζονται και ενώνονται σε μια ακατανόητη προς εμάς ανατρεπτική συνουσία, τότε αναπτύσσεται ένας συνεκτικός δεσμός ανάμεσα στον εξωτερικό ρυθμό της ζωής και τον εσωτερικό μας ρυθμό. Αν η κάθε εμπερία βιώνεται στην πληρότητά της, αυτό το σταθερό, συμπαγές πράγμα που ορίζουμε ως ταυτότητα ρευστοποιείται και πάλλεται όπως η χορδή που αγγίζουμε… σε αυτό το σημείο μέσα μας ο χρόνος δεν μετριέται με ρολόγια, οι φιγούρες αδυνατούν να στοιχηθούν με τις συμβάσεις και καμία νότα της ανθρώπινης μελωδίας δεν αφαιρείται, αλλα ηχούν όλες μαζί σε μια εκστατική σχεδόν συνένωση με το όλο… όταν η σύνδεση με τη ζωή

αποκτήσει αυτό το χορευτικό παλμό ακόμα και η βόλτα στο περίπτερο να πάρουμε τσιγάρα μεταμορφώνεται σε μια συναρπαστική εμπειρία. Συνήθως βλέπουμε τον κόσμο μέσα από αυτό που είμαστε και γνωρίζουμε…θα θυμάστε την ιστορία των αυτόχθονων που ενώ υπήρχαν τα καράβια των κονκισταδόρων μπροστά στα μάτια τους, δεν μπορούσαν να τα διακρίνουν γιατί δεν είχαν μάθει ποτέ πως υπάρχει κάτι τέτοιο… είμαστε δέσμιοι των προκαταλήψεων και των πεποιθήσεων μας, με τον ίδιο τρόπο λοιπόν που δεν έβλεπαν οι αυτόχθονες τα καράβια, εμείς δεν μπορούμε να αντιληφθούμε τον έρωτα της ζωής μας που περνάει από το απέναντι πεζοδρόμιο, δεν μπορούμε να αντιληφθούμε το θαύμα της ζωής που μας περικλείει καθημερινά… οι αντιλήψεις μας για τον κόσμο είναι αυτές που μας παρέχουν την πιο στείρα αίσθηση του κόσμου. Τοποθετούμε τις ιδέες και τις πεποιθήσεις στο κεφάλι μας με τον ίδιο τρόπο που τοποθετούμε την ταπετσαρία στο δωμάτιο, με μια αίσθηση μονιμότητας. Ενώ η μόνη κινητήρια δύναμη της φύσης είναι η αλλαγή, ενώ η μόνη βεβαιότητα είναι η αβεβαιότητα, ενώ μόνο το νέκρο σώμα δεν υπόκειται στις δυνάμεις της μετάλλαξης, της προσαρμογής και της κίνησης, εμείς συνεχίζουμε να θεωρούμε την πραγματικότητα απαράλλαχτη, τις ιδέες δεδομένες, τη ζωή καθορισμένη.

Ο άνθρωπος είναι πολίτης του κόσμου, έλεγε ο Αντισθένης και ο Κέρουακ μέσα από την εμπειρία των περιπλανήσεων του έκανε σαφές πως“κανένας άνθρωπος δεν πρέπει να σπαταλήσει τη ζωή του χωρίς να βιώσει τουλάχιστον µία υγιή, ίσως και ράθυµη, εµπειρία ολοµόναχος στην ερηµιά, µε µοναδικό στήριγµα τον εαυτό του, ώστε να βρει την αληθινή και κρυµµένη δύναµή του”. Αν το σύστημα και η κοινωνία που ζούμε ναρκώνει τα μυαλά μας, προσπαθεί να ελέγξει τις ζωές μας περνώντας μας ύπουλα αλυσίδες στα πόδια, τσιμεντώνοντας τις καταπακτές των ονείρων μας, το ταξίδι σαν εσωτερική κίνηση έρχεται να δυναμιτίσει τις σαθρές προχειροκατασκευές μιας εκμαυλισμένης κοινωνίας και να αποκαταστήσει τη σύνδεσή μας με την απρόσκοπτη αιώρηση προς την ελεύθερη χώρα, έστω κι αν αυτή η χώρα δεν φαντάζει τόσο ελεύθερη πια.

Ροζαλία Λέρα