Ta yurt του Caravan Project ως χώρος πραγματοποιημένης ουτοπίας

Ο Στρατής Βογιατζής γράφει για το καραβάνι στο Ηράκλειο

Πέρασε ένας μήνας από τη δεύτερη πόλη του Caravan Project, το Ηράκλειο και αφού καταλάγιασαν λίγο τα πράγματα, αναρωτιέμαι τελικά τι επίγευση μας άφησε αυτή η περιπέτεια της Κρήτης. Μήπως δεν είναι τίποτα παραπάνω από το ζωντάνεμα ενός παιδικού ονείρου, να ζήσουμε για λίγο όπως οι νομάδες των τσίρκων, διαρκώς μετακινούμενοι, ξεγελώντας έτσι μια προαιώνια επιταγή για ρίζωμα ή είναι τελικά μια απόπειρα να ζήσουμε αντάμα εκεί στο πρωτοΐδωμένο ξέφωτο, γουρλώνοντας τα μάτια μας σε αυτό που συντελείται ομπρός μας. Αναρωτιέμαι πάλι αν είναι μόνο μια παράξενη δίνη που στροβιλίζει τις ζωές μας για λίγο και μετά μας αφήνει στην άκρη του δρόμου να αναπολούμε αμήχανα τις μέρες του στροβιλισμού ή μια μαθητεία σε μια δοκιμασία, που σμιλεύει τις ψυχές μας μέχρι να φτάσουμε σιγά-σιγά στον άλλον;

Σκεπτόμουν ότι αρχικά αυτό το καραβάνι ξεπήδησε από μια ανάγκη να καταγράψουμε και να μεταδώσουμε ανθρώπινες ιστορίες, σαν παραμυθάδες των καιρών να γυρνάμε σε καφενεία και πλατείες και να τις αφηγούμαστε. Σήμερα όμως έχει μεταμορφωθεί σε μια πολυμορφική δράση, με εκπαιδευτικά προγράμματα για μαθητές, με σεμινάρια για ενήλικες, με κοινοτικές δράσεις, με φεστιβάλ ντοκιμαντέρ, με μουσικές εκδηλώσεις και διάφορες άλλες δραστηριότητες. Τι σόι project είναι το Caravan λοιπόν και προς τα που τραβάει, και αν είναι ακόμα μπολιασμένο από την ποίηση και το ρομαντισμό, όπως αρχικά ήταν ορμώμενο, ή εξελίχθηκε σε κάτι μεγάλο που δε μπορούμε να μαζέψουμε πια και μας εξαντλεί όλους με την αδηφάγο ενέργειά του.

 Τις περισσότερες φορές το ίδιο το έργο φαίνεται να ξεφεύγει από τα χέρια των δημιουργών του, σαν μια άγνωστη ύλη που δεν γνωρίζει κανείς πως να τιθασεύσει, αποκτάει σταδιακά μια δική του υπόσταση, χωρίς να επιτρέπει σε κανένα να οικειοποιηθεί το ατίθασο πνεύμα του, τραβάει το δικό του δρόμο παρασύροντας τα πάντα στο διάβα του. Σαν αδιάσπαστο μέλος μια οργανικής ύλης, αλληλεπιδρά με το περιεχόμενο και την επιφάνεια του, με τον πυρήνα του και τις εξωτερικές επιδράσεις που δέχεται και παρουσιάζεται κάθε φορά πιο ζωντανό, πιο φρέσκο, συχνά αποπροσανατολισμένο μέχρι να βρει το νήμα που το φέρνει πίσω στο κέντρο του, ώσπου να χαθεί και πάλι. Κάθε φορά που στήνονται τα yurt και η παράσταση ξεκινά, ένα αλλοπρόσαλλο δαιμόνιο που δε βολεύεται πουθενά έρχεται και μας καταλαμβάνει και ορίζει απόλυτα τις ζωές μας, μέχρι την επόμενη φορά. Σα χιτώνας, μοιάζει σχηματικά, να είναι το κάραβαν που ζεσταίνει τις σάρκες μας τις πιο κρύες νύχτες, και συνάμα κολλάει πάνω τους αδυνατώντας να τον αφαιρέσουμε και να τον αφήσουμε στην άκρη. Πολύ συχνά όταν σκέφτομαι τη δράση μας και αυτή την τρέλα που την ορίζει, θυμάμαι μια αραβική παροιμία: «πρόσεχε τι εύχεσαι, μπορεί τελικά να σου τύχει».

 Η μοίρα του κάραβαν δείχνει να είναι απόλυτα δεμένη με τη μοίρα του Μάσιμο, της Σαμπιχά, του τυφλού ψαρά, του Καλύβα, του Παπόρια, αυτών των υπέροχων ηττημένων που σφυγμομετρούν τον παλμό αυτής της δράσης, που ζωντανεύουν κάθε βράδυ στα yurt, κάθονται σε κύκλο και αποφασίζουν για το πρόγραμμα της επόμενης μέρας, χωρίς να ταξινομούν και να χωρίζουν σε αρμοδιότητες, μα μοναχά παρακινώντας τον κόσμο να ανοιχτεί προς τη ζωή, να αντικρύσει άφοβα τις δυνάμεις που την ορίζουν, να βαδίσει με αξιοπρέπεια στο μονοπάτι που έχει επιλέξει.

Πολλές φορές η δράση έμοιαζε με μια απέλπιδα προσπάθεια να χαθεί κανείς για λίγο σε αυτό το χωροχρόνο αυτού του καραβανιού, να κατρακυλήσει αδέξια σε αυτή τη σκουληκότρυπα, λαχανιάζοντας να τρέξει προς τον άλλον, ανεβαίνοντας παρέα σε αυτό το roller coaster της ζωής, εξαργυρώνοντας στο τέλος όλες του τις μάρκες, απομένοντας τελευταίος να κοιτάει με ανακούφιση και σάστισμα τα λαμπιόνια που φωτίζουν ακόμα. Εκεί στο μεταίχμιο, ανάμεσα στο σκοτάδι και στο φως, ανάμεσα στην εξάντληση και στην υπέρβαση, σε ένα διαρκές σφιχταγκάλιασμα με τον διπλανό και μια μόνιμη μοναχική πορεία, ανάμεσα στη χαρά για αυτό που προσφέρεις και στην απόγνωση ότι αυτό που κάνεις ποτέ δε θα είναι αρκετό, εκεί λοιπόν σε αυτούς τους ενδιάμεσους χώρους, «με λογισμό και όνειρο» όπως λέει ο Σολωμός, συμβαίνουν τα πιο όμορφα και τα πιο λυπημένα πράγματα στο κάραβαν.

 Μπορεί να παίζουν ρόλο και αυτά τα κυκλικά yurt, εκεί που κατοικούν οι ιστορίες, εκεί που οτιδήποτε συμβαίνει φαίνεται να παίρνει το χαρακτήρα ενός ιδιότυπου τελετουργικού χορού. Πέρα από τους εκπαιδευτικούς χώρους, τα yurt είναι ένας φανταστικός, όσο και πραγματικός τόπος συνευρέσεων, το αποτέλεσμα των οποίων είναι πάντα απρόβλεπτο, ανησυχητικό για αυτούς που ειλικρινά θέλουν να συναντηθούν με τον άλλο, να κουβεντιάσουν για αυτά που τους βαραίνουν, για αυτά που τους ανυψώνουν, ανάγοντας την κάθε συνάντηση σε μια μεταμορφωτική εμπειρία. Τελικά, ίσως κάθε τί σπουδαίο συμβαίνει μέσα από συναντήσεις ανθρώπων που έμελλε να ανταμώσουν ή από συναντήσεις που συνέβησαν αλλά δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ.

Πάνω από όλα, αυτό που κάνει το μύλο του Caravan να γυρίζει είναι η πίστη να συν-δημιουργήσεις με τον άλλον, να βγούμε εκεί έξω και να πούμε αυτό που μας εμψυχώνει, αυτό που μας καίει τα σωθικά. «Δημιουργώ» έλεγε ο Καμύ, «σημαίνει δημιουργώ επικινδύνως». Μια επιτακτική παραίνεση που απορρέει από τους κρίσιμους καιρούς που διανύουμε, να διαμορφώσουμε τη δική μας ιστορία, να φορτίσουμε με ευθύνη τη παρουσία μας, να συνεχίζουμε να αρθρώνουμε ακούραστα μια αφήγηση, γιατί αν δεν το κάνουμε εμείς κάποιος άλλος θα το κάνει για εμάς.