image Άκου Ανθρωπάκο, Βίλχεμ Ράϊχ

Μια Ρεαλιστική Ουτοπία

Στην Ελλάδα και γενικότερα γύρω μας, βιώνουμε την κατάρρευση ένος υλιστικού πολιτισμού, την αποσύνθεση μιας κοινωνίας υποκριτικής ευμάρειας και όση αγωνία, οδύνη και απόγνωση επιφέρει στις ψυχές μας αυτή η πτώση, τόσο θα πρέπει να ενδυναμώσουμε την παραπέουσα ψυχή μας με μια επαναστατική διάθεση, με ιδανικά και πίστη στον νέο κόσμο που εμείς θα κληθούμε να χτίσουμε πάνω στα συντρίμμια του παλιού.

Η πτώση του κομμουνισμού, το ξεθώριασμα της αριστερής σκέψης, η άνευ όρων παραδοχή σε ένα οικονομικό σύστημα που κονιορτοποιεί κάθε διάθεση για αυτοπροσδιορισμό, έχουν αλλοιώσει την μόνη ρεαλιστικά επαναστατική διάθεση για φαντασία και ουτοπική σκέψη. Όσο κυριάρχουν παγιωμένες κοινωνικές αντιλήψεις, όσο μαντρώνουμε τα χώραφια της φαντασίας μας με τα αγκαθωτά σύρματα του βολέματος, τόσο θα περνάμε χειροπέδες στα όνειρά μας ανίκανοι να ελευθερωθούμε από τα δεσμά στα οποία έχουμε καταδικάσει οι ίδιοι, τους εαυτούς μας. Όσο ανεχόμαστε αυτές τις πολιτικές που ενθρονίζουν την αδικία ως μια αναπόφευκτη συνθήκη για την ομαλή συνέχιση του πολιτισμού μας και παράμενουμε απαθείς χωρίς να κάνουμε τίποτα, όχι μόνο γίνομαστε συνένοχοι αυτών των πολιτικών, αλλά μολύνουμε ανεπανόρθωτα την μόνη ανακριτική δύναμη ως προς την αυτογνωσία, αυτή της συνείδησης.

Eίναι απαραίτητη μια ριζοσπαστική αναθεώρηση του κόσμου και της πραγματικότητας που μας περιβάλλει, χρειάζομαστε το πλημμύρισμα από την απελευθερωτική δύναμη του ουτοπικού πνεύματος, ότι όλα είναι δυνατά, ότι μπορεί να αλλάξει ο κόσμος προς το καλύτερο. Εάν δεν επινοήσουμε ένα νέο χάρτη για τις ζωές μας, η προοπτική γι’ αυτόν τον πολιτισμό, διαγράφεται ζοφερή. Τα λόγια του Γκράμσι είναι πιο επίκαιρα από ποτέ: «Ο παλιός κόσµος πεθαίνει και ο καινούργιος πασχίζει να γεννηθεί. Ζούµε στην εποχή των τεράτων».

Μια ρεαλιστική ουτοπία

Στο παρελθόν οι ουτοπίες αποτελούσαν φανταστικές περιγράφες μιας ιδεώδους κοινοπολιτείας όπως είναι η «Πολιτεία» του Πλάτωνα, η «Ουτοπία» του Sir Thomas More και στο μυαλό του μέσου ανθρώπου δεν πρεσβεύουν τίποτα περισσότερο από μια αόριστη δυνατότητα της σκέψης που φαντασιώνεται και ονειροβατεί. Οι έννοιες κουβαλούν τη ρετσινιά ή την ποίηση, μπορεί να έχουν ολοκληρωτικό χαρακτήρα ή απευλευθερωτική ορμή. Το σίγουρο είναι πως αυτοί που επιβάλλουν τον ορισμό στις λέξεις, ελέγχουν και κατευθύνουν τη σκέψη των ανθρώπων. Η λέξη ουτοπία έχει επικρατήσει να συνοδεύει τους αιθεροβάμονες, τους ονειροπαρμένους, να συνδέεται με το «μη πραγματικό». Με τον ίδιο τρόπο οι «πραγματιστές» έχουν συνδέσει την ουτοπία με έναν τόπο που δεν υπάρχει πουθενά (ου-τόπος), με ένα μη εφαρμόσιμο παραμύθι, έναν ιδεατό κόσμο που ανταποκρίνεται σε κάποια φανταστική ιδεά της ευτυχίας.

Η ενεργοποίηση της ουτοπικής σκέψης στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, δε σημαίνει τον οραματισμό μιας φανταστικής κοινωνίας όπου όλα τα προβλήματα θα είναι λυμένα -σε μια τέτοια θα παραμόνευε ο κίνδυνος μιας ολοκληρωτικής κοινωνίας- αλλά τη δυνατότητα απόρριψης των δεινών του υπάρχοντος κόσμου και τη συνειδητή πορεία προς έναν καλύτερο κόσμο. Η ουτοπική δράση δεν στοχεύει στην άρνηση της αποδοχής των δεδομένων καταστάσεων που ορίζουν αυτή την κοινωνία, αλλά στην πορεία προς μια πιο συνειδητή δημιουργική αναζήτηση με όρους πια δικαιοσύνης, ελευθερίας, και αλληλεγγύης. Δεν αρνείται τις αντιφάσεις της ανθρώπινης ψυχής, αλλα πολύ απλά μετατοπίζει το ενδιαφέρον του πνεύματος, εστιάζοντας στην ανθρώπινη ανάγκη να αγωνίζεται για ιδανικά.

Η χρησιμότητα της ουτοπικής σκέψης, μέσα σε έναν κατά γενική ομολογία άδικο και καταπιεστικό κόσμο με όλες τις αντιφάσεις που μπορεί να τον διαπνέουν, είναι το μπόλιασμα του ανθρώπινου πνεύματος με μια επαναστατική διάθεση να αγωνιστεί για έναν καλύτερο κόσμο. Ο Λιούις Μάμφορντ σημειώνει: «Θεωρήσαμε την ουτοπία αντίθετο του πραγματικού κόσμου. Κι όμως, αυτό που κάνει υποφερτό τον πραγματικό κόσμο είναι οι ουτοπίες μας… Όσο περισσότερο αντιδρούν οι άνθρωποι στο περιβάλλον τους και το τροποποιούν, έχοντας ως βάση ένα ανθρώπινο σχέδιο, τόσο περισσότερο ζουν στην ουτοπία» (Λιούις Μάμφορντ «Η ιστορία των ουτοπιών», «Νησίδες», 1998). Ο Μάμφορντ διακρίνει τις «ουτοπίες φυγής» από τις «ουτοπίες ανασυγκρότησης». Οι πρώτες είναι μια ενισχυμένη παραμύθα για να αποδράσουμε από μια σκληρή πραγματικότητα χωρίς να χρειαστεί να σπάσουμε κανένα νύχι για την αλλάξουμε. Οι δεύτερες όμως επιδιώκουν έναν καλύτερο κόσμο και εμπνέουν τους ανθρώπους με αγωνιστική διάθεση ώστε να κοπιάσουν για να τον αλλάξουν.

Η ουτοπία με την οποία εμείς καταπιανόμαστε, δεν ορίζεται από μια προσπάθεια διαφυγής και απόδρασης από την σκληρή πραγματικότητα προς έναν κόσμο ονειρικό και αλλοπαρμένο. Είναι η μετατόπιση των ορίων του «τι είναι δυνατό», «τι είναι πραγματικό»… είναι η απελευθέρωση του πνεύματος από συμβάσεις και πεποιθήσεις και η κίνηση προς τα εμπρός, προς τη ζωή και τον έρωτα. Απεμπολώντας την ουτοπική σκέψη, δένουμε πισθάγκωνα τη φαντασία, αμαυρώνουμε την ανθρώπινη δυναμική για υπέρβαση, εμποδίζουμε το άνοιγμα στις διαφορετικές δυνατότητες σύλληψης και θεώρησης του κόσμου, έχοντας ως αποτέλεσμα να μπλοκάρουμε την πνευματική εξέλιξη παζαρεύοντας αυτή, με κουπόνια ασφάλειας και βολέματος.

Η ουτοπία, η δυνατότητα να φανταζόμαστε έναν κόσμο πέρα από το υπαρκτό, η κίνηση προς την κατάκτηση ενός σώματος που δεν γνωρίζουμε ακόμη, η ανάγκη να αψηφήσουμε τους νόμους της βαρύτητας και να σηκωθούμε ψηλά, ενεργοποιώντας τον εσωτερικό στρόβιλο του ονείρου, εκπορεύεται από τον ίδιο χώρο της ανθρώπινης ψυχής απ’όπου πηγάζει η ανάγκη της σύνδεσής μας με το γήινο, το προσιτό και το ανθρώπινο. Αφαιρώντας μια από τις πιο ζωτικές, εγγενείς ανάγκες της ανθρώπινης φύσης για ουτοπία ή ρεαλισμό, ο άνθρωπος κόβεται στη μέση, προκαλούνται διαταραχές και νευρώσεις, αποσυνδέεται με βίαιο τρόπο από τη φυσική σύνδεση με τη ζωή με τον ίδιο τρόπο που απομακρύνεται το βρέφος από τη μητέρα του, με συνέπεια να γίνεται ευκολότερα χειραγωγίσιμη η αγωνία του για ένα κόσμο στον οποίο  θα νιώθει ασφαλής. Σε έναν κόσμο όπου η γνώση κυριαρχεί της φαντασίας, η ερμηνεία απεμπολεί την κατανόηση, σε έναν κόσμο που τιγκάρονται με ορθολογισμό οι δεξαμενές των ονείρων, η κίνηση πρός την  ουτοπία φαντάζει μονόδρομος. Ο φυσιολογικός άνθρωπος είναι το ίδιο ουτοπιστής όσο και ρεαλιστής, το ίδιο ονειροπόλος όσο και γήινος, το ίδιο φυσιολογικός όσο και επαναστάτης. Zούμε σ’ έναν ουτοπικό κόσμο που κατοικείται από πραγματιστικές ψυχές ή σε έναν πραγματικό κόσμο που ορίζεται από ουτοπικές ψυχές. «Είμαστε γυναίκες και άντρες, παιδιά και γέροι πολύ συνηθισμένοι δηλαδή επαναστάτες, αντικομφομιστές, ανήσυχοι, ονειροπόλοι», μας τραγουδούν οι ζαπατίστας.

Τοποθετούμε τις ιδέες και τις πεποιθήσεις στο κεφάλι μας, με τον ίδιο τρόπο που τοποθετούμε την ταπετσαρία στο δωμάτιο, με μια αίσθηση μονιμότητας. Μέσα σε αυτόν τον αυξανόμενο εγκλεισμό μας στο σύγχρονο πρότυπο ζωής, οι ζωές μας φαίνονται σαν να είναι σε ράγες, υπάκουες και πειθήνιες, αδυνατώντας να προβάρουν άλλο κοστούμι από αυτό που τους έραψαν. Ενώ η μόνη κινητήρια δύναμη της φύσης είναι η αλλαγή, ενώ η μόνη βεβαιότητα είναι η αβεβαιότητα, ενώ μόνο το νεκρό σώμα δεν υπόκειται στις δυνάμεις της μετάλλαξης, της προσαρμογής και της κίνησης, εμείς συνεχίζουμε να θεωρούμε την πραγματικότητα απαράλλαχτη, τις ιδέες δεδομένες, τη ζωή καθορισμένη. Στην προσπάθεια μας να προφυλάξουμε τις ζωές από τους κινδύνους που τις απειλούν, από τις δυνάμεις που προσπαθούν να τις εξελίξουν, ταμπουρωνόμαστε μέσα σε οικεία χαρακώματα, ασυνείδητα εν πολλοίς χτίζουμε έναν κόσμο σταθερό και αμετάβλητο, ασφαλή και απόλυτο, μια απρόσβλητη φυλακή για να στεγάσουμε τα όνειρά μας. Οι ιδέες μας αντανακλούν αυτήν την αντιφυσική αίσθηση της μονιμότητας που έχουμε για τον κόσμο, και μας κρατούν ψυχικά δέσμιους και εσωτερικά νάνους. Ο Τόμας Νέλσον έλεγε ότι είναι καλύτερο να μην έχεις κάθολου ιδέες από το να έχεις ψεύτικες ιδέες, να μην πιστεύεις τίποτα από το να πιστεύεις σε κάτι ψεύτικο. Ο κόσμος γυρίζει και οι ιδέες που κάποτε είχαν εφαρμογή, δεν έχουν πια. Πρέπει πάση θυσία να ξεσκονίσουμε από το κεφάλι μας αυτές τις αραχνιασμένες, μίζερες ιδέες που μυρίζουν ναφθαλίνη, να ανοίξουμε τα παράθυρα και να καλωσορίσουμε πιο ζωντανές και πολύχρωμες, πιο παράδοξες και ουτοπικές ιδέες. Ο Όσκαρ Ουάιλντ έλεγε ότι οι ιδέες που δεν είναι επικίνδυνες, δεν αξίζουν να αποκαλούνται ιδέες.

Η σκέψη μας σήμερα είναι προιόν μιας εξαρτημένης λογικής από συμβάσεις, η οποία οριοθετείται από επίπλαστα αναχώματα όπως το τι γνωρίζουμε μέχρι τώρα, τι είναι ρεαλιστικό, τι είναι ουτοπικό. Η λογική έγινε εργαλειακή, τη χρησιμοποιούμε για να ορίσουμε και όχι να επινοήσουμε. Ο λόγος παλιότερα είχε διασυνδεθεί με την αναζήτηση του καλού ή του αληθούς, τώρα περιορίζεται στην εγκαθίδρυση του τυπικά σωστού. Η λογική στις μέρες μας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το τι είναι δεδομένο, λες και γνώριζουμε ό, τι το δεδομένο είναι κάτι θεόσταλτο και όχι εγκαθιδρυμένο από τους ανθρώπους και τις σχέσεις εξουσίας που έχουν υποβάλλει σε άλλους ανθρώπους. Η ουτοπική σκέψη μπολιάζεται από την ιδέα ένος καλύτερου κόσμου που θα στηρίζεται σε αμοιβαίες σχέσεις αξιοπρέπειας και από μόνη της αυτή η ιδέα είναι ικανή να ενεργοποιήσει στον άνθρωπινο νου, τις πιο υγιείς και παραγωγικές δυνάμεις για δημιουργική δράση. Η ενσωμάτωση της ουτοπικής σκέψης στην πολιτική δράση, η ικανότητα να φανταζόμαστε έναν καλύτερο κόσμο, δημιουργεί μια δυναμική άρνησης και αντίστασης στην κυνική και πρόστυχη προσπάθεια του συστήματος να μας πείσει, ότι «έτσι είναι ο κόσμος και τίποτα δεν αλλάζει». Οι άνθρωποι αποκαρδιώνονται όταν δεν έχουν σε τίποτα να πιστέψουν, παραιτούνται όταν πείθονται ότι «έτσι είναι τα πράγματα», νεκρώνονται όταν η φαντασία τους δώσει τη θέση της στον προγραμματισμό. Το να απωλέσουμε το πνεύμα της ουτοπίας σημαίνει ότι αποδεχόμαστε τον κόσμο ως δίκαιο και ελεύθερο, επομένως δεν απαιτείται καμία δράση από εμάς για την καλυτέρευσή του.

Ουτοπία σημαίνει άρνηση των πρακτικών που οδηγούν στον εξανδραποδισμό μας. Από αυτήν την άρνηση, από αυτό το «Όχι», γεννιέται μια δημιουργική ώθηση προς τον κοινωνικό αυτοπροσδιορισμό. Οι άνθρωποι που διαπνέονται από ένα ουτοπικό όραμα αρνούνται να συμμετέχουν στον κόσμο ως έχει και ονειρεύονται έναν άλλο περισσότερο αλληλέγγυο κόσμο. Όσο και να επικεντρωθούμε στον άλλο κόσμο που ελπίζουμε πως είναι εφικτός, είναι σημαντικό να θυμόμαστε, μας λέει ο Αντόρνο «πως το πλεονέκτημα της ώθησης προς έναν άλλο κόσμο είναι η αρνητικότητα, η άρνηση από πλευράς μας του υπαρκτού, καταπιεστικού κόσμου». Η άρνηση σα δημιουργική ροή μέσα στο όραμα της ουτοπίας και όχι σαν δύναμη ακύρωσης, πρέπει να διαχέεται σε κάθε πτυχή της επαναστατικότητας. Αρνούμαστε να συμμετέχουμε σε μία κοινωνία που ορίζεται από ένα οικονομικό σύστημα, που το ‘χει βάλει πείσμα να μας να σωφρονήσει, να μας κατηχήσει με αρχές που αλλοιώνουν την επαφή με τον εαυτό μας και μας απομακρύνει από το θαύμα της ζωής και την ομορφιά. Αρνούμαστε να δεχθούμε ως φυσιολογικό την τόση αδικία που υπάρχει γύρω μας, την έκπτωση του σύγχρονου ανθρώπου σε σχέση με τις ανθρωπιστικές του αξίες, την προσήλωση του στις προσωπικές του φιλοδοξίες, την απουσία δράσης για έναν καλύτερο κόσμο. Καμία αλλαγή δεν έχει προκύψει στην κοινωνία από κόμματα και πολιτικούς αλλά από πολίτες που αφυπνίστηκαν, φαντάστηκαν μια καλύτερη κοινωνία πριν πιστέψουν και ανέτρεψαν το πολιτικό σκηνικό, προωθώντας το όραμά τους. O Rawls εξηγεί: «Η πολιτική φιλοσοφία είναι ρεαλιστικά ουτοπική, όταν διευρύνει αυτά που κανονικά θεωρούνται όρια της εφαρμόσιμης πολιτικής δυνατότητας και κάνοντάς το αυτό, μας συμφιλιώνει με την πολιτική και κοινωνική μας κατάσταση». Ότι τα περισσότερα επαναστατικά κινήματα απέτυχαν, λίγο ενδιαφέρει τη ψυχή ενός ανθρώπου που φαντάζεται και οραματίζεται. Είναι σαν να λέμε πως επειδή όλοι οι δυνατοί έρωτες κατέληξαν σε τραγωδία, εμείς δεν θα ερωτευτούμε με πάθος.

Η ουτοπική σκέψη εμφυσά στο ψυχισμό μας, μια επαναστατική διάθεση που μας επιτρέπει να πιστεύουμε ότι όλα είναι δυνατά, μετασχηματίζει την εμπειρία της κοινωνικής μας ζωής, καθιστώντας εμάς αποκλειστικά υπεύθυνους για να ορίσουμε  το πεπρωμένο μας. Το να υπερβούμε τα όρια μας, να επιδιώξουμε το αδύνατο, είναι μια διαδικασία ωρίμανσης και μονοπάτι που οδηγεί στην αυτογνωσία. Η ίδια η ανάζητηση του εαυτού μας, είναι η αναζήτηση μιας ουτοπίας, ένος ανέφικτου ιδεώδους που αντιλαμβανόμαστε διαισθητικά και κινούμαστε προς αυτό, θεωρώντας το πρωταρχικό αξίωμα. Η κίνηση προς την ουτοπία είναι μια κίνηση προς τα έξω, μια ανησυχία της ζωής, ένα υπερχείλισμα, ένα σπάσιμο και μια υπέρβαση των εμποδίων, ένα ακατάσχετο πρόγραμμα δημιουργίας της ανθρωπότητας… η ροή ενός ποταμού σε καινούργια νερά, που μερικές φορές σπάει πάνω σε βράχια, ρέει γύρω τους πριν περάσει από πάνω τους, κάποιες φορές κάνει λάθος, αλλά ποτέ δεν ξεκουράζεται, ποτέ δεν στερεύει. Σύμφωνα με τον Νέγκρι «η εξέργεση δεν μπορεί να εφησυχάσει, αντίθετα ωθεί προς τα έξω και προς τα εμπρός, προς την επανάσταση, προς την απόλυτη μετάμορφωση του ανθρώπινου που αποτελεί τη μόνη πραγματική βάση του κοινωνικού αυτοπροσδιορισμού».

Η κίνηση προς τα εμπρός εκπορεύεται από τον οραματισμό ενός διαφορετικού κόσμου, στον οποίο εμείς δεν είμαστε παθητικοί παρατηρητές, αλλά διαμορφωτές και ενεργοί πολιτές. «Η πολιτική φαντασία έχει εξαφανισθεί. Η εξαφάνιση αυτή της φαντασίας πάει μαζί με την κατάρρευση της θέλησης», μας λέει ο Καστοριάδης. «Γιατί πρέπει βέβαια να μπορείς να παραστήσεις στο μυαλό σου κάτι που δεν υπάρχει, για να μπορέσεις να θελήσεις. Και πρέπει να θέλεις στα ενδόψυχά σου κάτι άλλο από την απλή επανάληψη, για να μπορείς να φαντάζεσαι». Μην ξεχνάμε ότι όλες οι σημαντικές αλλαγές στις κοινωνίες όταν συνέβησαν φαίνονταν αναπόφευκτες ή αναγκαίες, ενώ πριν πραγματοποιηθούν φάνταζαν ανέφικτες. Ο Max Weber γράφει: «Αναμφίβολα, όλη η ιστορική εμπειρία επιβεβαιώνει την αλήθεια ότι ο άνθρωπος δεν θα είχε πετύχει το εφικτό, αν δεν είχε ξανά και ξανά προσπαθήσει να φθάσει το ανέφικτο».

Κίνηση προς την ουτοπία σημαίνει στροβιλισμός των εσώτερων δημιουργικών μηχανισμών μας, προς μια διαρκή επαναστατικότητα που αφορίζει τη σύμβαση και την υποταγή και κινείται συνειδητά προς τον αυτοπροσδιορισμό και τον εμπλουτισμό, με διαφορετικές μορφές πράττειν. Ενώ όλα στη φύση κινούνται και μεταλλάσονται διαρκώς, οι κοινωνίες που θα έπρεπε να είναι κομμάτι της φύσης, παραμένουν στέρεα δομημένες. Σε έναν κόσμο που συγκλονίζεται καθημερινά από άδικες πράξεις, σε έναν κόσμο που οι άνθρωποι πρέπει να οργανώνονται από κοινού απέναντι σε πολιτικές αφανισμού της αξιοπρέπειάς τους, η έξεργεση ως δημιουργική δράση πρέπει να καλλιεργείται σε κάθε σχολείο, σε κάθε γειτονιά, σε κάθε οικογένεια, πρέπει να φωλιάζει στην ψύχη του κάθε ονειροπόλου. Έχουμε πάντα δίκιο να επαναστατούμε, έλεγε ο Σαρτρ και ο Χομπς μας λέει για την επανάσταση ότι δεν είναι μια συγκεκριμένη ιδεολογία, μια θεωρία που σχηματοποιήθηκε κάποια στιγμή τον προηγούμενο αιώνα. Η εξέργεση είναι μια αέναη διαδικασία συνυφασμένη με την εξέλιξη του ανθρώπινου πνεύματος. Ο επαναστάτης κινείται με μια ουτοπική διάθεση να αλλάξει τον κόσμο και όσο παράλογο, παράδοξο, ανόητο και τρελό κι αν ακούγεται να αλλάξει κανείς τον κόσμο, τόσο θα πρέπει να αγωνίζεται για να τον αλλάξει. Η επανάσταση, γράφει ο Τζων Χολογούεη «είναι η ρητή ένωση της συγκρότησης και της ύπαρξης, η υπέρβαση του χωρισμού αυτού που είναι και αυτού που δεν είναι, το τέλος της κυριαρχίας της νεκρής εργασίας επί του ζωντανού πράττειν, ένας διαρκής αγώνας όχι τόσο για την αλήθεια, αλλά για το δικαίωμα να σκέφτεσαι όμορφα, να ζεις με αξιοπρέπεια και να αποκαλύπτεις το ψεύδος που σε περιτριγυρίζει».

Η ουτοπική διάθεση έχει τις ρίζες της στην ποίηση και διέπεται από τις λεπτές αποχρώσεις της ανθρώπινης ψυχής να αισθάνεται αυτό που δεν βλέπει. Η αποσύνδεση της ποίησης, του έρωτα και της φαντασίας από την πολιτική, έχει μετατρέψει την τελευταία σε μια στείρα και μονοδιάστατη πρακτική που ακυρώνει τις πιο ζωντανές και παιχνιδιάρικες διαθέσεις της διανόησης. Η πολιτική έχει μετατραπεί σε ένα κακούγουστο στέκι όπου η μουσική είναι αποκρουστική, οι θαμώνες κακομούτσουνοι, οι συζητήσεις βασανιστικά βαρετές με αποτέλεσμα να μη θέλεις να περάσεις ούτε απ’έξω. Δημιουργώντας ταυτότητες, τεμαχίζοντας την ύπαρξη σε κομμάτια και ορίζοντας σαν επιστημόνικο σύγγραμμα, το σύστημα διασπά το εσωτερικό νήμα που συνδέει τις διάφορες πλευρές της προσωπικότητάς μας και προσβάλει την πιο φυσική διάθεση στον άνθρωπο να αισθάνεται τη ζωή σαν ολότητα. Όσο η πολιτική δεν λαμβάνει υπόψη της την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ψυχής, όσο η επανάσταση αφαιρεί χρώματα από τη παλέτα των ανθώπινων αισθημάτων, όσο ο έρωτας, ο αισθησιασμός και το παιχνίδι τοποθετούνται σε κατώτερο επίπεδο, τόσο θα δημιουργείται ένας κατακερματισμένος άνθρωπος, ένας χειραγωγίσιμος άνθρωπος, ένας ανέραστος πολίτης.

Η ουτοπία είναι ο χάρτης για να βρει ο άνθρωπος τον κρυμμένο θησαυρό, μόνο που ο χάρτης είναι παλιός, ξεθωριασμένος και το σημείο που κρύβεται ο θησαυρός δεν φαίνεται πια. Είναι ικανός ομώς ο χάρτης αυτός να ξυπνήσει την ανάγκη μέσα του, ώστε να ξεκινήσει αυτό το ταξίδι για την ανακάλυψή του, χωρίς να του παρέχει καμία βεβαιότητα ότι θα βρει αυτό που αναζητά. Η ουτοπία είναι η ιθάκη μας…αυτή μας δίνει το ωραίο ταξίδι..χωρίς αυτήν δεν θα βγαίναμε στο δρόμο. «Αυτό το κάτι που μπορεί να τραβήξει τον άνθρωπο μπροστά, είναι η ουτοπία», μας λέει ο Γκαλεάνο. «Αυτή βρίσκεται στον ορίζοντα. Προχωρείς δύο βήματα και εκείνη απομακρύνεται άλλα δύο, ενώ ο ορίζοντας κάνει δέκα βήματα πίσω. Τότε, λοιπόν, σε τι χρησιμεύει η ουτοπία; Ακριβώς σε αυτό, στο να προχωρείς». Η ουτοπία μας βοηθάει να παρατήσουμε τις βεβαιότητες και τις πεποιθήσεις και να ριψοκινδυνεύσουμε, να περπατήσουμε στο άγνωστο αναζήτωντας τις δικές μας απαντήσεις. «Ρωτώντας, περπατάμε», λένε οι Ζαπατίστας. Ρωτάμε οχι μόνο επειδή δε γνωρίζουμε το δρόμο, αλλά και επειδή το να ζητάμε κατευθύνσεις είναι μέρος της ίδιας της επαναστατικής διαδικασίας. Είναι ένας δρόμος που δημιουργείται καθώς περπατάμε, καθοδηγούμενοι μόνο από το φως που μας ρίχνει το άστρο των ουτοπικών μας προβολών. Το τι θα συμβεί κανείς δεν γνωρίζει, αν θα καλυτερεύσει ή χειροτερέψει ο κόσμος κανείς δεν ξέρει, η πορεία όμως προς την κοινωνική και προσωπική χειραφέτηση θα έχει ήδη ξεκινήσει. «Δεν εξαρτάται από εμάς να αποφασίσουμε για το αποτέλεσμα, από έμας εξαρτάται η σωστή δράση», μας λέει η Γκίτα. Η ώθηση προς τον αυτοπροσδιορισμό, προς τη δημιουργία μιας κοινωνίας βασισμένης στην αναγνώριση της αμοιβαίας αξιοπρέπειας, είναι μια διαδικασία αναζήτησης, διερώτησης και κατανοήσης μέσα από σφάλματα.

Η ουτοπία διδάσκει στον άνθρωπο το μεγαλείο της ήττας και ελαφρώνει την άνθρωπινη ύπαρξη από το βάρος της αποτυχίας. Σε αυτήν την μάχη για τη διατήρηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, και την υπέρβαση των εγωιστικών επιδιώξεων δεν υπάρχει νίκη, δεν υπάρχει συνταγή επιτυχίας, ούτε καταξίωση. Οχτώ φορές να πέφτεις και εννιά να σηκώνεσαι, λέει η λαϊκή μας παράδοση, ήττα, ήττα, ήττα και που και που καμία νίκη συμπληρώνει ο Ντάριο Φο, στην άκρα απελπισία να μάχεσαι χωρίς να προσδοκάς, μας κεραυνώνει ο Καζαντζάκης. Η ουτοπία δεν υπόσχεται καμία κατάκτηση, δεν υπηρετεί καμία βεβαιότητα αλλά υπογράφει μια ζωή γέματη συγκινήσεις διάσπαρτη με όνειρα και πάθη, με έρωτες και ιδανικά. Σε μια εποχή όπου η βεβαίοτητα του πραγματισμού έφερε τη βαρβαρότητα, η αβεβαιότητα της ουτοπίας μπορεί να φέρει την ελπίδα. Η κίβδηλη ευδαιμονία των τελευταίων χρόνων, νάρκωσε τη βαθειά ανάγκη προσήλωσης της ανθρώπινης ψυχής σε ένα ιδανικό μεγαλύτερο από το εγώ και ταυτόχρονα, εδραίωσε τις πιο ατομικιστικές επιδιώξεις που σχετίζονται με απολαβές και ανταλλάγματα. Η ζωή όμως, σύμφωνα με τον Έσσε, αποκτά νοήμα όσο απομακρυνόμαστε από την αφελή προσπάθεια προς μια διαρκή και εγωιστική ευχαρίστηση και θέτουμε τον εαυτό μας στην υπηρεσία κάποιου ιδανικού.

Η ουτοπία δεν είναι ένα ανεφάρμοστο παραμύθι που έχει θέση σε κάποια άγνωστη χώρα, είναι μια εσωτερική επανάσταση που συντελείται στη ψυχή και τη σάρκα των ανθρώπων καθημερινά και αντανακλά την ανθρώπινη ανάγκη για υπέρβαση και συγκίνηση. Η ουτοπία είναι πρώτα απ’ όλα μια εσωτερική κατάσταση, είναι μια πανταχού παρούσα κίνηση πέρα των ορίων, μια πανταχού παρούσα δυναμική απελευθέρωσης από τις συμβάσεις που κρατούν δέσμια την ύπαρξη και άνοιγμα σε δυνατότητες που υπάρχουν μέσα μας, αλλά είναι σε ύπνωση. Η εσωτερική ουτοπία από τη στιγμή που ενεργοποιεί και συστρατεύει όλες τις ζωογόνες και υπερβάτικες δυνάμεις της ύπαρξης, τη φαντασία, τη δημιουργικότητα, το όνειρο, την ομορφιά και τον έρωτα, είναι μια διαρκή αφύπνιση στο τώρα, μια αέναη εσωτερική αλλαγή και ένα συγκλονιστικό ανέβασμα του πήχη της συνειδητότητάς μας. Ουτοπία δεν σημαίνει  τον αφορισμό του γήινου και του πραγματικού, αλλά την ερωτική συνεύρεση με το πραγματικό, έχοντας ως στόχο την επίγνωση της ολότητας που διαπνέει την ανθρώπινη φύση και τη δράση που θα πηγάζει από έναν ακέραιο και όχι διαμελισμένο άνθρωπο. Σε μια κατάσταση διαρκούς αφύπνισης και ενσυναίσθησης με το θαυμαστό που εσωκλείεται στην ύπαρξη, ο άνθρωπος λυτρώνεται από τις μικρότητες και τις φλυαρίες, ξεφεύγει από τον εγωιστικό του μικρόκοσμο και βάζει πρόσω ολοταχώς προς μια πορεία αυτοπραγμάτωσης, αυτο-υπέρβασης και φυσικής σύνδεσης με το » Όλον».

Το αύριο είναι η ουτοπία μας

Η ουτοπία δεν είναι ένας μακρινός τόπος, είναι η αυριανή μέρα όπως λέει ο Σαραμάγκου. «Η μεγάλη παρεξήγηση στην οποία πέφτουμε όλοι, είναι ότι τοποθετούμε στο μέλλον, εκείνο που χρειαζόμαστε σήμερα. Η ουτοπία είναι μια πραγματικότητα μόνο αν τη δεις με τα μάτια του τρελού Δον Κιχώτη: όπως, δηλαδή, θα έπρεπε να είναι». Το αύριο είναι η ουτοπία μας. Και με την δημιουργική ορμή που τροφοδοτούμε τη δράση μας σήμερα, με τον καθημερινό μας κάματο, διασφαλίζουμε το γεγονός ότι αύριο θα είμαστε ζωντανοί και ίσως αυτό το αύριο να οικοδομηθεί πάνω σε έναν καλύτερο κόσμο. Και με την εργασία που κάνουμε σήμερα, με τις μικρές μας ζωές και με τις σχετικές ελπίδες μας πως αύριο θα είμαστε όλοι ζωντανοί, θα οικοδομηθεί το αύριο.

Έχουμε ευθύνη να αντικαταστήσουμε τις ιεραρχίες και τις αξίες μιας διεφθαρμένης εποχής, όπου η εκμετάλλευση ανθρώπου σε άνθρωπο, ο βιασμός του περιβάλλοντος, και οι ακατέσχετες ατομικιστικές επιδιώξεις, ήταν παγιωμένες αξίες και βασίζονταν στον αποπροσανατολισμό, στο φόβο, στην ασυνειδησία και στη φαουστική υπόσχεση ευημερίας, με αντάλλαγμα την εσωτερική μας υποδούλωση.

Χρέος μας είναι, σε έναν κόσμο που καταλύει την ανθρωπιά μας, να υπάρξουμε σαν άνθρωποι παλεύοντας ενάντια σ’αυτή την κατάλυση. Χρέος μας είναι, όπως λέει ο Σέϊμους Χίνυ, «σε στιγμές μεγάλη κρίσης, ο νους μας να γνωρίζει: αφενός μεν την ανάγκη να λεχθεί μια αλήθεια που θα είναι δύσκολη και θα έχει ένα βαρύ τίμημα και αφετέρου δε να μην σκληρύνει το μυαλό σε τέτοιο βαθμό που να αρνηθεί την ίδια του τη λαχτάρα για τρυφερότητα και εμπιστοσύνη». Στην εποχή που ζούμε έχουμε όλοι χρέος να είμαστε ακτιβιστές, αλληλέγγυοι, ονειροπόλοι και εσωτερικά ελεύθεροι ώστε να θεραπεύσουμε τις παλιές πληγές, να αντικαταστήσουμε αυτήν την απελπισία που μας έχει καταβάλει, έχοντας μια νέα θεώρηση του κόσμου μέσα από αξίες, που μας φέρνουν κοντά σε μια πιο ουσιαστική μορφή του «ευ ζειν». (Παναής Παλίατσος)