image Άκου Ανθρωπάκο, Βίλχεμ Ράϊχ

Η αναγκαιότητα των ιστοριών σε καιρούς κρίσης

Οι άνθρωποι είμαστε κατεξοχήν αφηγηματικά όντα: oνειρευόμαστε με ιστορίες, ονειροπολούμε με ιστορίες, θυμόμαστε, προσδοκούμε, ελπίζουμε, απογοητευόμαστε, πιστεύουμε, αμφιβάλλουμε, σχεδιάζουμε, αναθεωρούμε, κριτικάρουμε, κατασκευάζουμε, κουτσομπολεύουμε, μαθαίνουμε, μισούμε και αγαπάμε με ιστορίες».
~Γκάελς Μάρντιν~

Οι ιστορίες συνδέονται με την αρχέγονη ανάγκη κάποιου να γνωρίσει τον κόσμο. Οι Κέλτες έλεγαν πως μόνο οι παραμυθάδες μπορούν να γίνουν δάσκαλοι και στην Ινδία η αφήγηση ιστοριών είχε τελετουργικό χαρακτήρα καθώς μέσω αυτής, οι άνθρωποι προσέγγιζαν το θείο. Στην αρχαία Ελλάδα ο ρόλος του μύθου ήταν ν’αφυπνίζει τον άνθρωπο, να ξεδιαλύνει το σκοτάδι που εμποδίζει  την εσωτερική του όραση και να τον βοηθάει να βλέπει τα πράγματα έτσι όπως πραγματικά είναι. Οι Αβορίγινες πίστευαν πως οι ιστορίες ισοδυναμούν με το ζωντάνεμα κοινών εμπειριών και για τους Ινδιάνους της Β. Αμερικής, η προφορική αφήγηση των ιστοριών εξασφάλιζε τη συνέχεια της παράδοσής τους. Η αφήγηση υπήρχε από καταβολής κόσμου. Πολύ πριν το ανθρώπινο είδος επινοήσει τη γραφή και κατακτήσει λίγο λίγο το αλφάβητο όλοι διηγούνταν σε όλους και όλοι άκουγαν αυτό που έλεγε ο άλλος. Eγγενείς ιδιότητες στον άνθρωπο από καταβολής κόσμου είναι η διάθεση για διαρκές ονειροπόλημα, η ευχαρίστηση από το λογοπαίγνιο, το πάθος να ψεύδεσαι δίχως κέρδος, αλλά μόνο και μόνο επειδή η περιγραφή της αλήθειας θα ήταν πολύ βαρετή.

Σε όλες τις κουλτούρες η αφήγηση ιστοριών είχε ξεχωριστή θέση, καθώς μέσω αυτών υφαίνονταν ο ιστός που ενώνει το συλλογικό υποσυνείδητο…οι ίδιες οι ιστορίες είναι τα νήματα που συνδέουν τις ζωές των ανθρώπων. Είναι εκπληκτικό πως λαοί που δεν είχαν καμία γεωγραφική ή πολιτισμική σχέση μεταξύ τους, μοιράζονταν παρόμοιες ιστορίες, είχαν κοινούς μύθους και μάθαιναν τον κόσμο μέσα από κοινά παραμύθια. Αυτό σημαίνει πως ο ανθρώπος έχει κοινή μοίρα, κοινές συνιστώσες αισθημάτων διαφεντεύουν την ύπαρξή του και βαθειές ανθρώπινες αλήθειες του καθενός βρίσκουν απήχηση στις αλήθειες κάποιου άλλου. Όσο και αν τα κράτη, τα συστήματα και η εκπαίδευση προσπαθούν να οριοθετήσουν την ταυτότητά μας, να ορίσουν τον τρόπο που αισθανόμαστε, όλοι άνθρωποι ανεξαρτήτου χρώματος, θρησκείας, κοινωνικού στρώματος θα συνεχίζουν να γελάνε, να κλαίνε, να υποφέρουν και να ελπίζουν με τον ίδιο τρόπο, με την ίδια ένταση, με την ίδια ζωντάνια,  με τις ίδιες ιστορίες. Οι ιστορίες κάνουν εφικτή την επικοινωνία των διαφορετικών ψυχών, ξεπερνούν πολιτισμικές καταβολές και συνδέουν τους ανθρώπους με τα βαθύτερα αισθήματά τους, με την πιο μύχια ανθρώπινη ανάσα, διακηρύσσοντας σθεναρά πως δεν υπάρχουν διαχωρισμοί και πως όλοι οι άνθρωποι έιναι αδέλφια.

Από τον Όμηρο μέχρι σήμερα, η επιθυμία να αφηγηθούμε ιστορίες πηγάζει από την εγγενή ανθρώπινη ανάγκη να δώσει νοήμα και μορφή σε αυτόν τον ακατάληπτο κόσμο που μας περιβάλλει. Η ζωή φαίνεται να αποτελείται από άλογες συνδέσεις ασύμβατων γεγονότων και η δημιουργία ιστορίων είναι η απόπειρα να δώσουμε νόημα σε αυτές τις παράδοξες αλληλουχίες. Υπάρχει έντονη η ανάγκη για συνάφεια, επειδή οι άνθρωποι στην ουσία κατανοούν λίγους μόνο από τους συσχετισμούς μεταξύ των πραγμάτων ενώ από την άλλη οι σκόρπιες εντυπώσεις αυξάνονται σχεδόν πληθωριστικά. H γνωσιακή μας μάθηση είναι περισσότερο αποτέλεσμα μιας ασυνείδητης σάρωσης και μη ελέγξιμων μηχανισμών που λειτουργούν στο παρασκήνιο, παρά αποτέλεσμα αυτεπίγνωσης και συνειδητών επιλογών. Με λίγα λόγια φοράμε το κοστούμι ενός ακατανόητου εαυτού, ζώντας σε έναν ακατάληπτο κόσμο, λαμβάνοντας αντιφατικά και παράδοξα σινιάλα που καλούμαστε να ερμηνεύσουμε. Η ανάγκη λοιπόν για ιστορίες γίνεται ολοένα και πιο επιτακτική, γιατί σε αυτές υπάρχει κάποιος που τις διηγείται, που βάζει τα πράγματα σε τάξη και μας δημιουργεί την ιδέα πως ακόμη μπορούμε να επέμβουμε στην ίδια μας τη ζωή…γιατί οι ιστορίες αυτό ακριβώς κάνουν, επιβεβαιώνουν ότι είμαστε ικανοί να ορίζουμε τη ζωή μας. Όλος ο κόσμος -αν παρατηρήσει κανείς- είναι η εξιστόρηση μιας ιστορίας. Από τη Βίβλο μέχρι τα παραμύθια, οι αφηγητές πλέκουν τη μαγιά του υπαρκτού κόσμου με τις πάραδοξες αλληλουχίες του και βοηθούν τον άνθρωπο να καταπολεμήσει τους φόβους που πηγάζουν από αυτόν τον χαοτικό κόσμο που τον περιβάλλει, πως ο ίδιος δεν είναι παρά ένα ασήμαντο ον, οπλισμένο με συνείδηση και αντίληψη, χαμένο σε ένα σύμπαν που ξεπερνάει κάθε φαντασίωσή του. Οι ιστορίες συνυφασμένες με τους αλλόκοτους ιστούς που ορίζουν τις ζωές των ανθρώπων, δημιουργούν την αναγκαία ψευδαίσθηση ότι η ζωή μας έχει νόημα, ότι είμαστε σε θέση να καταλάβουμε «τί συμβαίνει», παραμυθιάζοντας τους εαυτούς μας με τον πιο ειλικρινή τρόπο, πλανεύοντας τη συνείδησή μας με αλήθειες.

Ασυγκίνητοι στους ψιθύρους και τις κραυγές αμέτρητων ιστοριών που κρύβονται μέσα μας, γατζωνόμαστε από τους περιορισμούς που οι ίδιοι επιβάλλουμε στους εαυτούς μας. Το κοστούμι που προτιμάμε έγινε ένα με τις σάρκες μας και αδυνατούμε να το ξεφορτωθούμε. Βαλτώνουμε όταν θωρούμε τον κόσμο μοναχά από ένα μετερίζι, αυτό της προσωπικής μας ιδιοσυστασίας. Χρειαζόμαστε να κοιτάξουμε τον κόσμο σαν να είναι η πρώτη φορά, με φρέσκο μάτι και καθαρή καρδιά. Η ιστορία είναι το μαγικό χαρτάκι που μας επιτρέπει να τρυπώσουμε στον κόσμου του άλλου, να βρεθούμε στην πρώτη σειρά και να γουρλώσουμε τα μάτια μας αντικρύζοντας μια ολοζώντανη παράσταση που τυγχάνει η ίδια- με διαφορετικά σκηνικά- να εκτυλίσσεται καθημερινά μέσα μας. Ασυναίσθητα οι άνθρωποι έχουν ενσταλλάξει στον πυρήνα των ιστοριών, την ποίηση που μας βοηθάει απρόσκοπτα να βυθιστούμε στον κόσμο του άλλου, να αισθανθούμε τις βίαιες ή ανεπαίσθητες πινελιές που χρωματίζουν τη ζωή του και μετά να επιστρέψουμε στον εαυτό μας κουβαλώντας την αίσθηση μιας αποκαλυπτικής εμπερίας. Δεν μπορούμε να υπάρξουμε αν δεν γίνουμε ο άλλος, δεν μπορούμε να δούμε τον εαυτό μας παρά μόνο μέσα από την ενδότερη βάπτιση μας στον κόσμο των αισθημάτων του άλλου. Τα αισθήματα μας θα ήταν αίολα αν δεν απαντιόνταν και σε κάποιον άλλο, τα πάθη μας θα ήταν στεγνά αν δε συνέπαιρναν και άλλες ψυχές, οι αγωνίες μας θα ήταν μετέωρες αν οι ίδιες αγωνίες δεν όριζαν κάποιον άλλον. Τις ιστορίες των ανθρώπων που γνωρίζουμε, τις κουβαλάμε με νοερό τρόπο μέσα μας και μας πλάθουν με ασυνείδητο και αργοστάλαχτο τρόπο, όπως το νερό πλάθει την πέτρα.

Η δέσμευση στην ιστορία του άλλου είναι ταυτόχρονα απόδραση και παράδοση, μια εμπειρία μύησης που αφήνουμε προσωρινά τα μύρια όσα καθορίζουν αυτό που είμαστε, αποδράμε από το γνώριμο εαυτό μας και τον δεδομένο τρόπο να κοιτάμε τον κόσμο και χωνόμαστε στα λημέρια μιας διαφορετικής, μα τόσο οικείας ψυχής. Συμπάσχουμε και ταυτιζόμαστε μαζί του, καταργούμε την απόσταση και γινόμαστε ένα, δίνοντας υπόσταση στην ανθρώπινη αδελφοσύνη φτάνοντας έτσι στον πυρήνα της ελληνικής τραγωδίας που είναι η κάθαρση, η ψυχική λύτρωση.

Όπως ένα μικρό μπουκαλάκι εσωκλείει στεγανά το άρωμά του, έτσι κι οι ιστορίες φαίνεται να έχουν αποσταγμένο μέσα τους, το μυστικό άρωμα της ζωής… δε μένει λοιπόν σ’ εμάς παρά να ανοίξουμε το καπάκι και να μεθύσουμε με αυτό το άρωμα. Σε μια εποχή όπου φαίνεται να κυριαρχεί η ιδεοληψία, οι γνώμες για το ποιο είναι «το λάθος» και «το σωστό», οι ιστορίες έρχονται να φυσήξουν μειλίχια ζάλη στα κεφάλια των μανιχαϊστών και να φέρουν τον κόσμο τούμπα, να κάμουν τη λύπη να μοιάζει με μια ξεδιάντροπη χαρά. Μόνο οι ιστορίες μπορούν να πουν αλήθεια μέσα από ψέματα, να βρουν το μυστικό πέρασμα στον πυρήνα της ζωής μέσα από παραμύθια. Οι ιστορίες συνδέονται με τις φωνές των ανείπωτων αισθημάτων, ανασύροντας αυτά που δεν μπορούν να ειπωθούν, αυτά που δεν μπορούν να εκφραστούν και πνιγήρα βογγάνε στα λαγούμια της ψύχης μας. Μας παίρνουν από το χέρι και μας οδηγούν στην κρυμμένη καταπακτή, εκεί όπου κανένα λουλούδι δεν ζει χωρίς την κοπριά του, εκεί όπου οι νίκες κατοικούν στις ήττες και οι παραφωνίες είναι σύμφυτες με τις μελωδίες. Εξασφαλίζουν τη συνέχεια των εμπειριών μας και μας διαβεβαιώνουν πως η φαντασία ειναι ισχυρότερη από τη γνώση, πως ο μύθος ειναι πιο αναγκαίος από την πραγματικότητα, πως τα όνειρα ειναι πιο σημαντικά από την ερμηνεία τους.

Οι ιστορίες δεν ράβουν το κοστούμι στα μέτρα μας, δεν μας καθυσυχάζουν με έτοιμες συνταγές, αλλά μας προτρέπουν να ξανοιχτούμε σε αβέβαιους προορισμούς με μοναδικό οδηγό την εγκυρότητα των αισθημάτων μας. Μας βοηθάνε περισσότερο να αισθανθούμε παρά να πειστούμε, ελευθερώνοντας ζωντανή λάβα στα σωθικά μας από ακατέργαστες αλήθειες. Μας  «αναγκάζουν» έτσι να βιώσουμε τη ζωή ως ολότητα, όπου κάθε νότα ήχει καθαρά, καμία γαλαρία δεν σφραγίζεται, καμία πεποίθηση δεν φαίνεται να κυριαρχεί. Είναι πάντα παράδοξες και ακατανότητες σε έναν βαθμό, όπως είναι η ζώη και τα καμώματά της. Η γλώσσα των λογικών επιχειρημάτων, των αποδείξεων είναι η γλώσσα του περιορισμένου εαυτού ενώ η γλώσσα της ποιήσης, των ιστοριών και των μύθων είναι η γλώσσα που μιλάει αυτός που ονειρεύεται.

Ο κόσμος της επίπλαστης οικονομικής ευμάρειας που μετέτρεψε τους πολίτες σε καταναλωτές, που τους απομάκρυνε από τις εσωτερικές τους ανάγκες, φαίνεται να καταρρέει. Το πρότυπο ζωής που μας είχε επιβληθεί τα τελευταία χρόνια μοιάζει με ξεφτισμένη αφίσα στην επιφάνεια ενός σαθρού τοίχου. Είναι αναγκαία πλέον μια επανάσταση της φαντασίας, όπου αξιοπρεπείς και ελεύθεροι άνθρωποι θα ξεφορτωθούν τη σκουριά και τη μπόχα του παλιού και θα πάρουν οι ίδιοι τα χρώματα και τα πινέλα και θα φτιάξουν τον κόσμο που ονειρεύονται. Είναι απαραίτητος ένας ριζικός επαναπροσδιορισμός του κόσμου που μας περιβάλλει και του τρόπου με τον οποίο θέλουμε να ζήσουμε τις ζωές μας. Σε αυτό το νέο γεννοβόλημα, οι ανθρώπινες ιστορίες έχουν καθοριστικό ρόλο να παίξουν, λόγω της δυνατότητάς τους να συγκινούν, να αφυπνίζουν και να συμπαρασύρουν με την ορμή τους τις ζωές άλλων ανθρώπων. Η ιστορία του φτωχού βιοπαλαιστή και ο τρόπος που αυτή αφηγούνταν από τον κόσμο, πυρόδοτησε ολάκερη την αραβική άνοιξη. Σε μια εποχή όπου φαίνεται να βαδίζουμε χωρίς προσανατολισμό, με σμπαραλιασμένες αξίες, χωρίς ιδανικά και νοήμα στη ζωή μας, έχουμε ανάγκη από ιστορίες που φωτίζουν ανθρώπους με ζωντανό πνεύμα και ξεχωριστή στάση ζωής, που αντιστέκονται δημιουργικά, συνεχίζουν να ονειρεύονται και πράττουν σύμφωνα με τις εσωτερικές τους ανάγκες για αυτοπροσδιορισμό. Η εποχή μας χρειάζεται πάνω από όλα πρότυπα, όχι με την έννοια του ήρωα ή του ταγού, αλλά ανθρώπους που έχουν αποσκιρτήσει από το σύνηθες και το δεδομένο και γιορτάζουν τη διαφορετικότητά τους, περιπετειώδεις ανθρώπους, ασυμβίβαστους και ανυπάκοους που παίρνουν ρίσκα, αψηφούν τους κανόνες και έχουν τη δύναμη να διαμορφώνουν οι ίδιοι το πεπρωμένο τους. Έχουμε ανάγκη από ιστορίες που φωτίζουν ανθρώπους, που έχουν αποφασίσει να δραπετεύσουν από τον μονοδιάστατο τρόπο που αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους… ανθρώπους ερωτευμένους με τη ζωή, που πιότερο χορεύουν απ’ ότι φλυαρούν, μεθυσμένους ρομαντικούς που καίγονται ολάκεροι στις στιγμές που τους ανήκουν, γουρλώνοντας τα μάτια μπροστά στο θαύμα, ανθρώπους που είναι έτοιμοι να θυσιαστούν στο ψέλλισμα ενός ονείρου.

Η κρίση -εκτός από οικονομική- έχει προ πολλού φωλιάσει στις καρδιές μας σαν υπαρξιακή. Τα τελευταία χρόνια το σύστημα εκπαίδευσε τον άνθρωπο να αντιλαμβάνεται τη ζωή με το κεφάλι, να προσδίδει στην ερμηνεία των γεγονότων αλλά και στην ιδιοτελή επεξεργασία τους- για χάριν των ατομιστικών του επιδιώξεων- καθοριστικό ρόλο. Κατακερμάτισε τον άνθρωπο ώστε να μπορεί να τον ελέγξει, αφαίμαξε τον παιδικό του έρωτα απέναντι στη ζωή, τον μετέτρεψε σε μονοδιάστατη ύπαρξη χωρίς φαντασία ώστε να ρέπει προς μια κατασκευασμένη αίσθηση της επιτυχίας, απομακρύνοντας τον από την βιωματική του σύνδεση με τη ζωή και το θαύμα που την περιβάλλει. Χρειαζόμαστε ιστορίες που μεταφέρουν βιώματα και εμπερίες σε πείσμα της οργανωμένης μάθησης για εξειδίκευση και συνεχή διασπορά πληροφοριών. Οι ιστορίες μεταφέρουν ζωντανή γνώση,  που υπόκειται περισσότερο στους νόμους της ποίησης παρά στους νόμους της λογικής. Οι όμορφες ιστορίες δεν κατηχούν τον άνθρωπο ότι «έτσι είναι τα πράγματα», αλλά τον παίρνουν χωρίς βιάση από το χέρι και τον οδηγούν στον παράδοξο, αληθινό τόπο της αισθαντικότητας. Ξεχνάμε πως τα παιδιά μεγαλώνουν μαθαίνοντας τον κόσμο μέσα από ιστορίες,  πως οι μεγάλοι μεταμορφώνουν τις ζωές τους από τις ιστορίες των άλλων, πως οι ζωντανοί άνθρωποι ονειρεύονται τον κόσμο μέσα από ιστορίες που τους μεθάνε.

Στην εποχή μας όμως, ορίζουμε αυτό που γνωρίζουμε μέσα από αυτό που μαθαίνουμε και ερευνούμε και σπάνια μέσα από αυτό που ζούμε. Δεν έχει υπάρξει η εποχή όπου οι ανθρώποι να μιλάνε με τόσο έξυπνο τρόπο και ταυτόχρονα να μην νιώθουνε, μας λέει ο ποιητής Νίκος Χούλης. Έτσι η μάθηση ανάγεται σε μια διανοητική διεργασία, αποχρωματισμένη από αισθήματα, μια εξίσωση που δεν επιτρέπει στο άγνωστο, στο τυχαίο να εισχωρήσει σε αυτήν. Η συσσώρευση γνώσης μας απομακρύνει από την αληθινή γνώση, η ενημέρωση θολώνει τα κριτήρια αντίληψής μας και η σύνδεσή μας με τη ζωή περιορίζεται στη σύνδεση με τους χρήστες του facebook. Η οργανωμένη εκπαίδευση καλλιέργησε τη διανόηση, αλλά απομάκρυνε τον άνθρωπο από την ουσία και την απλότητα της ζωής. Η ιστορία είμαι μια αντρίκεια χειραψία για ένα ταξίδι μεταμόρφωσης όπου δε συλλέγουμε αλλά αφηνόμαστε, ανοίγουμε τις καρδιές μας και τιμάμε τον αφηγητή της, απαξιώνοντας τις πεποίθησεις μας, στέκοντας γυμνοί στην πιο ιερή προσφορά που μπορεί να μας κάνει: αυτήν της εξιστόρησης της ζωής του. Στις μέρες μας, έχουμε ανάγκη όσο ποτέ άλλοτε, να στραφούμε σε ιστορίες που κλονίζουν τον κατεστημένο τρόπο σκέψης μας, μεταφέροντας μας στον κόσμο της ζωής, των εμπεριών και των ηλεκτρισμένων αισθημάτων.

Οι δυσκολίες σκληραίνουν τον άνθρωπο, προτάσσουν το ένστικτο της αυτοσυντήρησης εις βάρος της εγγενούς του ιδιότητας να αισθάνεται τον πόνο του άλλου. Οι ιστορίες έρχονται να κρατήσουν την ανθρώπινη αισθαντικότητα ζωντανή, να μην αφήσει την ύπαρξη να γίνει βοά στις σκοτεινές δυνάμεις που καραδοκούν, να μην σκληρύνει η ψυχή και το μυαλό σε τέτοιο βαθμό ώστε να αρνηθεί την ίδια του τη λαχτάρα για τρυφερότητα και εμπιστοσύνη. Όταν οι αρχιτέκτονες θέλουν να ενισχύσουν μια ετοιμόρροπη αψίδα, αυξάνουν το βάρος που ειναι τοποθετημένο από κάτω της, γιατί με αυτό τον τρόπο τα μέρη της ενώνονται πιο δυνατά… αυτή τη δουλειά κάνουν και οι ιστορίες σε καιρούς κρίσης… ενισχύουν τις επιμέρους συνδέσεις με την ψυχή μας. Χρειαζόμαστε τις ιστορίες περισσότερο από το φαγητό και τη στέγη για να παραμείνουμε ζωντανοί σε δύσκολους καιρούς, έλεγε ο Κάρεν Ντιέτζ, αναγνωρίζοντας στις ιστορίες την θεραπευτική τους ιδιότητα να κρατούν τον άνθρωπο ζωντανό, σε αυτό το κομμάτι μέσα του που ακτινοβολεί ανθρωπιά, να μαθαίνει να υπομένει ό,τι δεν μπορεί να αποφύγει, να στέκεται ξανά στα πόδια του μετά τη συντριβή και να μάχεται ξανά για να δώσει νόημα στη ζωή του. Οι ιστορίες που μας εμπνέουν είναι πάντα συνυφασμένες με το μεγαλείο της ήττας, την υπέρβαση του ανθρώπου απέναντι σε αυτό που απειλεί να τον καθορίσει. Κατευθύνουν τον άνθρωπο στην ισχυρή βεβαιότητα της αλληλεγγύης που συνδέει με αδιόρατους ιστούς τη μοναξιά αμέτρητων ψυχών, στα αισθήματα συμπόνοιας και πόνου, στο πέρασμα από την απομόνωση και την απελπισία, σε εκείνο το μαγικό μέρος όπου θα χορέψουμε τον άχαρο χορό μας και θα τραγουδήσουμε το λυπητερό τραγούδι μας, διαπιστώνοντας πως είμαστε άνθρωποι και πιστεύουμε σε μια κοινή μοίρα.

 Αν οι φλέβες μεταφέρουν το αίμα για να χτυπάει δυνατά η καρδιά μας, οι ανθρώπινες ιστορίες μεταφέρουν τις αλήθειες ώστε 
να ηχεί κρυστάλλινο το συλλογικό πεπρωμένο που συνδέει τις αμέτρητες ανθρώπινες ψυχές. Οι κοινωνοί των ανθρώπινων 
ιστοριών έχουν το ίδιο χρέος με τους εξομολογητές των ανθρώπινων ψυχών. Στους ταραχώδεις καιρούς που διανύουμε, η μετάδοση προσωπικών ιστοριών είναι μια επαναστατική πρακτική που αυξάνει τις αντιστάσεις μας και στροβιλίζει ξανά τη λαχτάρα για ζωή, μεταφέροντας μας έτσι  στον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης.  Η πολιτιστική δράση «Ένας Άλλος Κόσμος Είναι Έδω» είναι μια κίνηση προς τα εμπρός, προς την αποίκιση ένος τόπου που δε γνωρίζουμε, μοναχά αντιλαμβανόμαστε διαισθητικά… ενός τόπου, όπου οι άνθρωποι εμπνέονται και ενώνονται μέσα από τη δύναμη των ανθρώπινων ιστοριών, όπου ανιχνεύεται και γιορτάζεται ένας διαφορετικός τρόπος ζωής σε πείσμα της πληκτικής ομοιομορφίας, όπου κάνενας τόνος της ανθρώπινης μελωδίας δεν αφαιρείται αλλά τους επιτρέπεται, ανά πάσα στιγμή, να ηχήσουν όλοι μαζί. (Στρατής Βογιατζής)