image Ta yurt του Caravan Project ως χώρος πραγματοποιημένης ουτοπίας

Η επανάσταση αυτή..

Η επανάσταση αυτή θα είναι όνειρο που σε ξυπνάει με ρίγος, ένα ατύχημα με χάρη που κανείς από αυτό δεν θα μπορεί να συνέλθει, μια μάζωξη απανταχού απόκληρων που δε μπορούσαν να ταιριάξουν πουθενά, μέχρι τη στιγμή που συνάντησε ο ένας τον άλλον˙ θα μοιάζει με αποτυχημένη ερωτική εξομολόγηση, με μια θαυμάσια παραφωνία από φάλτσους ονειροπόλους, με μια αδέξια κατρακύλα μέσα στη λαγουδότρυπα, με μια αλλοπρόσαλλη γιορτή όπου κανείς δεν είναι προσκεκλημένος μα όλοι πρέπει να δώσουν το «παρών».

Η επανάσταση αυτή θα είναι όλη ένα λάθος. Οι ταμπέλες θα είναι κρεμασμένες ανάποδα, οι τηλεβόες δε θα έχουν μπαταρίες, τα συνθήματα θα είναι σε μια γλώσσα που κανείς δεν γνωρίζει, οι δρόμοι δε θα οδηγούν πουθενά και ουδείς θα νοεί τι συμβαίνει. Από το πουθενά θα εμφανίζονται ενίοτε κάποιοι πιερότοι που θα εξηγούν τις αρχές της με παντομίμα. Περιέργως κανείς δε θα ενοχλείται με το παράλογο της συνάθροισης, ουδείς θα δυσανασχετεί με τα παράδοξα που συμβαίνουν, κανένας άβολα δε θα νιώθει. Όλοι που αποτύχαμε θα αναγνωρίσουμε εδώ τον δικό μας τόπο, και από τα ίδια λάθη θα πιαστούμε χέρι χέρι.

Η επανάσταση αυτή δε θα αφήνει κανένα απ’έξω, πρώτοι όμως θα περπατήσουν στο κόκκινο χαλί οι τρελοί, οι λογής λογής περιθωριακοί πιασμένοι από το μπράτσο τους, θα ακολουθούν οι αφελείς, οι ονειροπόλοι, οι φοβισμένοι διαρκώς, αυτοί που πιστεύουν ό,τι τους πουν, αυτοί που δε μπορούν να βρουν τη θέση τους σε αυτό τον κόσμο, που περπατάνε και κοιτάνε ψηλά, οι αλλήθωροι που δραπετεύουν διαρκώς από τις συνεστιάσεις για να βρεθούν μονάχοι στον αγαπημένο τόπο της εξορίας τους.

Η επανάσταση αυτή δε θα έχει αρχηγούς, μήτε σκοπεύει να διαρκέσει˙ δε θα είναι πιστή στις αρχές της, δε θα έχει συνταγές και είναι βέβαιο ότι δε θα γίνει πότε εξουσία. Δε θα εφαρμόζονται προηγούμενες πρακτικές μιας και ποτέ επανάσταση σαν αυτήν δεν θα ‘χει υπάρξει. Δε θα έχει ένα σκοπό που όλους θα ενώνει, μήτε ένα στόχο που όλοι θα πρέπει να επιδιώξουν. Κάποιες γυναίκες με μακριούς, ελαστικούς λαιμούς θα υπάρχουν, με μακριά δάχτυλα και πελώριες πατούσες,  που θα περπατούν ανέμελα στο πλήθος, φιλεύοντας το κόσμο με ζαχαρωτά, ποτισμένα με τη μαγική τους σκόνη. Στο κέντρο της πλατείας θα καίει μια πελώρια γαλάζια φλόγα και όποιος το φως της δει παράξενα παιχνίδια το μυαλό του θα αρχίσει να σκαρώνει.

Οι επαναστάτες αυτοί θα φτιάξουν τη δική τους γλώσσα που θα συντίθεται μέσα από βλέμματα και αγγίγματα, από άναρθρους ήχους και αστείες εκφράσεις. Οι μετέχοντες σε αυτήν, αντί για συμπεράσματα θα ανταλλάσσουν ματιές που σπιθίζουν,  αντί για φωνασκίες θα ψιθυρίζουν αμπρακατάμπρα στα αυτιά των συναγωνιστών τους, κανείς δε θα τη καταλαβαίνει μα όλοι θα την ομιλούν απταίστως Οι ομιλούντες αυτοί ξαφνικά θα μπορούν να συλλάβουν το ανείπωτο, να επικοινωνήσουν το ακοινώνητο, αυτό που δεν αλλοιώθηκε με την ερμηνεία, που σιγόβραζε στις πιο μύχιες αρτηρίες τους, εκεί που η λαχτάρα έσμιγε με τον ανθρώπινο πόνο.

H επανάσταση αυτή θα φάσκει και θα αντιφάσκει, θα επιβεβαιώνεται και θα αποδομείται, θα αυτοσαρκάζεται και θα παραλογίζεται θα έχει την ισχύ ενός συμπαντικού νόμου, την παροδικότητα ενός ομιχλώδους πρωινού. Σιωπηλοί συνένοχοι στο θνησιγενές τώρα θα είναι όλοι, ηττημένοι σύντομα από τη πανούργα επανάληψη, μάρτυρες όμως στην αποκάλυψη ενός θαύματος που θα κρατήσει αιώνια. Τα ίχνη της θα χαθούν στον συνωστισμό των βημάτων, ο θάνατός της θα σημάνει την ανάστασή της. Τη στιγμή της εκπλήρωσής της δε θα θυμόμαστε ούτε το όνομά της, μοναχά το κορμί μας θα κρατήσει τη μνήμη της, στον ουρανίσκο μας θα μείνει ανόθευτο το άρωμά της.

Στην επανάσταση αυτή καμία μελωδία δεν θα αφαιρείται, κανένα κράξιμο δεν θα υπερκαλύπτει τις σιωπηρές της εξομολογήσεις, και όταν την εμφάνισή τους κάνουν οι σωτήρες, αυτοί που ξέρουν και διαλαλούν το καλό μας, εμείς θα κλεφτούμε πάλι για τις γειτονιές που ακούγονται παιδικές φωνές. Κανένας δε θα παίρνει στα σοβαρά αυτήν την επανάσταση, και όταν κάποιος σοβαρευτεί και ξεστομίσει βαρύγδουπες κουβέντες, ο μεθυσμένος νάνος καβάλα στο λευκό γαϊδούρι θα καταφθάνει και θα τον αρχίζει ευθύς αμέσως στα γαργαλητά.

Η επανάσταση αυτή δε θα έχει μανιφέστα, δε θα μοιράζει φυλλάδια και δε θα διαλαλεί την πραμάτεια της. Δε θα αναρτηθεί στο facebook και μήτε  θα ανακοινωθεί στα μεγάφωνα. Μια μυστήρια και ανεξήγητη παρόρμηση θα σπρώχνει τους ρομαντικούς, τους συντηρητικούς, τους πραγματιστές και τους επιπόλαιους να πάνε προς τα πέρα, να βρουν αυτό τον τόπο που οι εξεγερμένοι κάθε λογής ανταμώνουν. Στην είσοδο θα παρακαλούνται ευγενικά από χαρούμενους γέροντες να αφήσουν τα κιτάπια τους εκεί, να πιουν το νερό από το απύθμενο πηγάδι, να δοκιμάσουν το ψωμί της λήθης πριν ξεχυθούν στην επανάσταση,  για να συναντήσουν εκεί όχι τις αιτίες και τα «πρέπει», όχι τους λόγους και τα γιατί, μα να ανταμώσουν τον μικρό πολεμιστή μέσα τους που τυφλώθηκε από την ασχήμια.

Η επανάσταση αυτή δε θα χει διδαχτεί πουθενά, κανένας θεωρητικός δε θα  μπορεί την ερμηνεύσει, κανένα βιβλίο δε θα μπορεί να τη χωρέσει, ούτε μια φράση δε θα μπορεί να τη συνοψίσει. Θα υπάρχει και θα ενεργεί παντού, σαν ατίθαση κοσμική αύρα, σαν πρωινή πάχνη που τυλίγει τα σώματα. Οι συμμετέχοντες σαν αυτήν θα χορεύουν ένα αλλοπρόσαλλο χορό, χωρίς να μπορούν να καταλάβουν ποια αόρατη δύναμη κινεί τα πόδια τους. Χωρίς να καταβάλλουν προσπάθεια οι χορευτές θα συντονίζονται μεταξύ τους, ένας προαιώνιος ρυθμός θα έχει καταλάβει τα κορμιά τους, μια παλλόμενη χορογραφία που θα καμπυλώνει το χρόνο. Και όταν το ξημέρωμα τους βρει αποκαμένους, θα ξαπλώνουν ανάσκελα στο δρόμο κοιτώντας τον ουρανό που θα είναι σαν τους γνέφει για πρώτη φόρα.

Οι επαναστάτες αυτοί δε θα συνομιλούν και θα επιχειρηματολογούν, δε θα εξηγούν και θα επικυρώνουν.  Δε θα έχουν βέβαιο βηματισμό και ούτε σκεφτικές στο πρόσωπο εκφράσεις. Δε θα φέρνουν και πολύ στους ανθρώπους όπως τους ξέρουμε. Θα μοιάζουν με αλλοπρόσαλλες μαριονέτες που αιωρούνται με χάρη, αδυνατώντας να στοιχηθούν με τις συμβάσεις. Κανένας δε θα γνωρίζει τον διπλανό του όμως μια κοινωνία θα συστηθεί που θα μεταλαμβάνει κάθε μέρα εξέγερση. Oι καθημερινοί αυτοί επαναστάτες θα αρνούνται να υπογράψουν με βουλοκέρι τις ιδέες του αλλά θα χορεύουν με σαγήνη όταν αυτές καίγονται μέσα στη γαλάζια φλόγα.

Η επανάσταση αυτή θα είναι τόσο πραγματική όσο το κάψιμο στη σάρκα, τόσο ονειρική όσο το ξεπέταγμα πεταλούδων από την ανάσα, τόσο εύθραυστη όσο ένα παιδικός έρωτας, τόσο ιδιαίτερη που δε θα επιδέχεται μεταφορές και συγκρίσεις. Σαν αναρριχητικό, αλλόκοτο φυτό θα φύεται η επανάσταση αυτή πάνω από τα ασφυκτικά τείχη του πολιτισμένου κόσμου. Και οι αναρριχητές θιασώτες της θα συναντιούνται πάνω και πέρα από τα τείχη στον μετέωρο τόπο, στο μεταίχμιο ανάμεσα στο σκοτάδι και στο φως, σιωπηλοί να κάθονται στο περβάζι αγναντεύοντας τα αστέρια που ξαφνικά σκάρωσαν νέους σχηματισμούς.

Η επανάσταση αυτή θα είναι απαγορευμένη. Μέσα από χαραμάδες και κρυμμένα δωμάτια, από ιερά ταμπού και απρόσμενες τελετές θα μυούνται οι συμμετέχοντες στα μυστικά της.  Η αμαρτία θα κυκλώνει το λογισμό τους, θα ισχυροποιεί την αίσθηση της συνενοχής σε μια μάζωξη που κανείς δε θα ‘θελε να παρευρίσκεται, κανείς όμως δε νοείται να εγκαταλείψει. Καταδικασμένα σε μια ανάλγητη λήθη, τα κορμιά θα ξαναβρούν τους χυμούς τους, τα ένστικτα θα εφορμήσουν με λαχτάρα, και η ύπαρξη, αόριστα λικνιζόμενη, θα αφεθεί με εμπιστοσύνη στην αποπλάνηση.

Η επανάσταση αυτή θα είναι μια επανάσταση των απανταχού ηττημένων που ποτέ δε νικήθηκαν, αυτών που δε μακιγιαρίστηκαν για να πάνε βόλτα την Κυριακή το απόγευμα, αυτών που δε σταμάτησαν να ονειρεύονται όταν έκοψαν ένα πορτοκάλι και είδαν να στάζει αίμα. Μπροστάρηδες θα είναι αυτοί που έμαθαν να υπομένουν χωρίς να το κάνουν θέμα, αυτοί που ξέρουν να δακρύζουν με χαμόγελο, που γκρεμίζονται τη μέρα και το βράδυ με υπομονή συναρμολογούν αδέξια τα κομμάτια τους. Αυτοί που δεν είναι αισιόδοξοι, μήτε έχουν θετική σκέψη αλλά κοιμούνται κάθε βράδυ σταυρωμένοι για να αναστηθούν το πρωί από χάρη. Θα ανήκει σε αυτούς  που αξιοπρεπώς στρώνουν το τραπέζι για δύο για να φάνε μονάχοι.

Στην επανάσταση αυτή στη μέση θα είναι στημένο ένα πελώριο γιορτινό τραπέζι με φαγητό και άφθονο κρασί για να φάνε όλοι, να μεθύσουν όλοι. Κανένας δε θα μείνει νηστικός, κανένας δε θα μείνει ξεμέθυστος. Οι δε υπονομευτές της επανάστασης αυτής πρώτοι απ’όλους θα δεξιωθούν στο γιορτινό τραπέζι. Oι επαναστάτες θα τρώνε και θα πίνουν σε αγαστή συμφωνία, μέχρι να γνωριστούν όλοι, μέχρι να κοινωνήσουν όλοι, θα συνεχίζουν να ταξιδεύουν το τραπέζι από άκρη σε άκρη, μέσα από εδέσματα και μυρωδιές, από ματιές και αγκαλιές, μέχρι να διαλυθούν στην έκσταση τα μικροπρεπή εγώ και οι φόβοι, μέχρι κύτταρα αυτόφωτα να γεννούν άπαντες ενός φλογισμένου όλου.

Kαι όταν η επανάσταση αυτή τελειώσει και μαζευτεί το τραπέζι κανείς δεν θα θυμάται αυτό που έζησε, μοναχά γλυκιά κούραση θα τους βαραίνει όλους και άπαντες θα θέλουν να πάνε για ύπνο. Ένας ύπνος που θα βαστάξει μέρες πολλές, μέχρι τα κορμιά τους να εμποτιστούν με αυτό που ζήσαν, μέχρι το θάμα της φανέρωσης να ριζώσει για τα καλά μέσα τους. Και μόλις τα μάτια τους ανοίξουν λήθη βαθειά θα σκεπάζει το λογισμό τους, όταν όμως συναντήσουν μια γιορτή θα γνωρίζουν, όταν αγγίξουν ένα κορμί θα ξανανιώσουν, όταν κοιτάξουν το διπλανό τους στα μάτια θα ξέρουν ότι η επανάσταση αυτή συνέβη, ότι η επανάσταση αυτή δεν θα πάψει να συμβαίνει.

Caravan Project