POPAGANDA: λέσβος, σημειώσεις ημερολογίου από τον κόλπο της γέρας
παρασκευή τριάντα μία οκτώβρη
σήμερα είναι πολύ κρύα μέρα, το μηχανάκι ζορίζεται στην ανηφόρα προς τα λουτρά. μπαινοβγαίνω στο νερό πολύ ώρα, για λίγο με παίρνει ο ύπνος· κοίταζω το σώμα μου. δεν είναι άλλος στην πισίνα, τα σαββατοκύριακα έρχεται αρκετός κόσμος, κυρίως ηλικιωμένοι αλλά και αρκετοί νέοι, παρέες που κουβεντιάζουν δυνατά λες και είναι στο καφενείο. ξεχνούν οτι είναι γυμνοί κι αυτό είναι όμορφο.
στα λουτρά οι άντρες και οι γυναίκες έρχονται κοντά στο σώμα τους, γυμνοί ή καλύτεροι γδυμνοί αφήνονται στο δικό τους βλέμμα και στο βλέμμα των άλλων ανδρών και γυναικών αντίστοιχα, οι περισσότεροι δεν θα το κάνουν αυτό πουθενά αλλού εκτός από το σπίτι τους. εδώ, στο ζεστό νερό, που στάζει στους τοίχους και θολώνει την ατμόσφαιρα, δημιουργείται ένας άλλου τύπου τεκές, μια συνωμοσία της ομορφιάς. άντρες και γυναίκες, συνηθισμένοι άνθρωποι, αφήνουν έξω τα ρούχα τους και μπαίνουν στο νερό καθαροί, ξαναβαπτίζουν το σώμα τους στη φυσική του θέση, σε αυτή την σιωπηρή χορογραφία του νερού πρωταγωνιστές και θεατές ταυτόχρονα.
βγήκα έξω, ο βοριάς διατηρούσε καθαρή την ατμόσφαιρα στον κόλπο, ο ήλιος δημιουργούσε φωτεινές τρύπες στη θάλασσα. είτε με τη θολή νωχελικότητα του νοτιά είτε με την κοφτερή όψη του βοριά, ο κόλπος της γέρας είναι πάντα ένα γοητευτικό αίνιγμα. χάζευα στην προβλήτα, δυο κοπέλες περπατούσαν στην παραλία μαζεύοντας κοχύλια. ο άντρας που δουλεύει στο χώρο άλλαξε τα δολώματα στα καλάμια του.
δευτέρα τρεις νοέμβρη
επέστρεψαν στη μυτιλήνη το ογδόντα πέντε, άνοιξαν δυο ταβέρνες και μετά την εγχείρηση του παναγιωτή βρέθηκαν εδώ στη θαλπωρή του κόλπου. ανάμεσα στις καλαμιές, αόρατοι από το δρόμο και τους αγνώστους, γνωστοί σε αυτούς που τους ταιριάζουν. ο χώρος είναι φτιαγμένος με πέτρες, ξύλο, αναμνήσεις και την κάθε μέρα που επικάθεται όμορφα πάνω στην άλλη, δημιουργώντας αισθήματα. ο άντρας με πυρωμένο βλέμμα, νικητής στις ήττες του σφίζει από ζωή, δύναμη του είναι οι αδυναμίες του.
η γυναίκα, η ελευθερία, διακριτικά κυβερνά αυτή την παράγκα της ζωής. μιλά για το γιό της, για τους ανθρώπους που έρχονται για φαγητό, για τον άνθρωπο της που δεν ακούει, που δεν θέλει να πηγαίνουν στο σπίτι τους και κοιμόνται εδώ, που έχει κουραστεί να μαγειρεύει κάθε μέρα. «έχουμε δουλέψει πολύ στη ζωή μας, κουράστηκα, μεγαλώσαμε πια. θέλω να κάτσω λίγο, πρέπει να κλείνουμε μια μέρα τη βδομάδα. έχουμε σπίτι πάνω από το δρόμο, αλλά δεν θέλει· κοιμόμαστε εδώ, πάω που και που στο σπίτι. είμαι από την ήπειρο, νότια κοντά στη θεσπρωτία είναι το χωριό, μένει ο αδελφός μου, αλλά θέλει να έρθει εδώ. τι θα γίνουν τα χωράφια, το σπίτι… στεναχωριέμαι, να βρεθεί κάποιος να τα δουλέψει».
σε αυτή την μεταβατική παράγκα, σε αυτό το καταφύγιο που σαν πλοίο κοιτάζει τη θάλασσα, που σαν δέντρο ρίζωσε σε αυτή τη φτενή γη, κάτω από τα μάτια θεών και ανθρώπων, τούτη η γυναίκα, φτιαγμένη μάνα και σύντροφος κρατά διακριτικά το ρυθμό σε αυτό το πανηγύρι της ζωής.
τρίτη τέσσερις νοέμβρη
λίγα χιλιόμετρα πριν το λουτρό, είδαμε μια μικρή παραλία, μια στενή λουρίδα άμμου χώριζε τη θάλασσα, κατεβήκαμε τις στροφές, οι ελιές έφταναν στο κύμα. λίγα σπίτια με περιβόλια και μποστάνια, δεν υπήρχε άνθρωπος, μόνο ένας σκύλος-φύλακας σε ένα τροχόσπιτο. ησυχία, η ατμόσφαιρα νεκρική, σκορπιστήκαμε, από την μια μεριά της στενής παραλίας ήταν κάτι σαν βάλτος, μισοβυθισμένα συρματοπλέγματα, στύλοι περίφραξης και διάφορα αντικείμενα που μάλλον είχε βγάλει η θάλασσα, ένα άχρονο μουσείο σε αυτό τον μη-τόπο. αναζητούσα μια αφήγηση, θυμήθηκα τον στάλκερ του ταρκόφσκι, περιπλανήθηκα προσεκτικά στις νησίδες υγρού χώματος ανάμεσα στα βαλτόνερα. στην άκρη της παραλίας ένα μικρό σπίτι, ένας ξύλινος ξεχασμένος φράκτης και παραπέρα τρία καΐκια.
επιστρέψαμε στο αυτοκίνητο, ανεβήκαμε τις στροφές, στην πλαγιά ανάμεσα στις ελιές χτίζονται κατοικίες, η μια έχει τελειώσει, καρμπόν θα γίνουν και οι άλλες, η μεγάλη πινακίδα γράφει «επένδυση και κατοικία».