Η ζωή δεν είναι αυτή που έζησε κανείς αλλά αυτή που θυμάται και όπως τη θυμάται για να την διηγηθεί — Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές
</p>
Η αφήγηση και ο μύθος προϋπάρχουν της γραφής και αποτελούν δομικό στοιχείο της σκέψης και του πολιτισμού. Σε όλες τις κουλτούρες η αφήγηση ιστοριών έχει ξεχωριστή θέση, καθώς μέσω αυτών εξυφαίνεται ο ιστός που ενώνει το συλλογικό υποσυνείδητο. Οι Κέλτες έλεγαν πως μόνο οι παραμυθάδες μπορούν να γίνουν δάσκαλοι και στην Ινδία η αφήγηση ιστοριών είχε τελετουργικό χαρακτήρα καθώς μέσω αυτής οι άνθρωποι προσέγγιζαν το θείο. Στην αρχαία Ελλάδα ο ρόλος του μύθου ήταν ν’αφυπνίζει τον άνθρωπο, να ξεδιαλύνει το σκοτάδι που εμποδίζει την εσωτερική του όραση και να τον βοηθάει να βλέπει τα πράγματα έτσι όπως πραγματικά είναι. Οι Αβορίγινες πίστευαν πως οι ιστορίες ισοδυναμούν με το ζωντάνεμα κοινών εμπειριών και για τους Ινδιάνους της Β. Αμερικής, η προφορική αφήγηση των ιστοριών εξασφάλιζε τη συνέχεια της παράδοσής τους.
Οι ιστορίες λειτουργούν σαν γέφυρες που σχεδιάστηκαν για να ξεπεράσουμε την απομόνωσή μας και να ενωθούμε ξανά με τον κόσμο και τους συνανθρώπους μας. Επινοούμε ιστορίες, διαβάζουμε ιστορίες και ακούμε ιστορίες. Η ζωή μας συνυφαίνεται με τις ιστορίες και ανταποκρίνεται σε αυτές. Η σκέψη μας διαμορφώνεται από αφηγήσεις. Εξελιχθήκαμε μέσα από ιστορίες και αφηγήσεις που έχουν κατασκευαστεί από κοινού, χρησιμοποιώντας αυτές από τα πρώτα βήματα της ζωής μας, για να εντάξουμε τα βιώματά μας σε συνεκτικά νοήματα και να μεταβιβάσουμε τη συλλογική ταυτότητα, τη σοφία και την πείρα έτσι ώστε η επόμενη γενιά να χτίσει πάνω σε αυτές τις αξίες και να πορευθεί στη ζωή.
Οι ιστορίες λειαίνουν τα νήματα που με αδιόρατο τρόπο ενώνουν τις ψυχές των ανθρώπων ενισχύοντας την αδιάσπαστη ενότητα των ανθρώπινων συμπεριφορών. Σφυρηλατούν τους δεσμούς συγγένειας μεταξύ των ανθρώπων και αποτελούν ένα μέσο επαναπροσδιορισμού της ατομικής ταυτότητας. Μέσω της αφήγησης ιστοριών δίνεται η δυνατότητα στον καθένα μας να βυθιστεί στον κόσμο του άλλου, να αισθανθεί τα πάθη του και τις αδυναμίες του, τις δυνάμεις που διαμορφώνουν τον ψυχισμό του και συμμετέχοντας σε αυτήν την αποκαλυπτική εμπειρία να επιστρέψει πίσω στον τον εαυτό του. Η ενσυναίσθηση αυτή όχι μόνο ισχυροποιεί τους δεσμούς με τον άλλο και την κοινότητα δίνοντας αξία και υπόσταση στην ανθρώπινη αδελφοσύνη αλλά ενεργεί και σαν εμπερία αυτεπίγνωσης, σαν μια εμβάθυνση στην ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης. Δεν μπορούμε να υπάρξουμε αν δεν γίνουμε ο άλλος, δεν μπορούμε να δούμε τον εαυτό μας παρά μόνο μέσα από την βύθιση μας στον κόσμο του άλλου. Τα αισθήματα μας θα ήταν αίολα αν δεν απαντιόνταν και σε κάποιον άλλο, τα πάθη μας θα ήταν στεγνά αν δε συνέπαιρναν και άλλες ψυχές, οι αγωνίες μας θα ήταν μετέωρες αν δεν όριζαν κάποιον άλλον. Τις ιστορίες των ανθρώπων που γνωρίζουμε, τις κουβαλάμε νοερά μέσα μας και μας πλάθουν ασυνείδητα και αργοστάλαχτα, όπως το νερό πλάθει την πέτρα.
Το μοίρασμα των ανθρώπινων ιστοριών συνεπάγεται ουσιαστικά το μοίρασμα εμπειριών και βιωμάτων, και αυτό με τη σειρά του σημαίνει την δέσμευση του αφηγητή με τον ακροατή σε μια βαθύτερη μορφή επικοινωνίας που εστιάζει στον πνευματικό και ψυχικό πλούτο της ανθρώπινης ύπαρξης. Μπολιάζοντας τη ζωές μας με ιστορίες, διατηρούμε ζωντανό το μύθο, τροφοδοτούμε την αρχέγονη ανάγκη του ανθρώπου να προσδώσει νόημα στη ζωή του.
Η λογική των ιστοριών είναι περισσότερο λογική της ποίησης που δεν μας οδηγεί σε ξεκάθαρα συμπεράσματα, σε απόλυτες πεποιθήσεις, μοναχά εξάπτει τη φαντασία, καλλιεργεί και καθιστά την εσωτερική κατανόηση πιο σημαντική από την εκλογίκευση. Μόνο οι ιστορίες μπορούν να πουν αλήθεια μέσα από ψέματα, να βρουν το μυστικό πέρασμα στον πυρήνα της ζωής. Οι ιστορίες συνδέονται με τις φωνές των βαθειά κρυμμένων αισθημάτων, ανασύροντας αυτά που δεν μπορούν να ειπωθούν, αυτά που δεν μπορούν να εκφραστούν και πνιγηρά βογγούν στα λαγούμια της ψυχής μας. Μας παίρνουν από το χέρι και μας οδηγούν στην κρυμμένη καταπακτή, εκεί όπου κανένα λουλούδι δεν ζει χωρίς την κοπριά του, εκεί όπου οι νίκες κατοικούν στις ήττες και οι παραφωνίες είναι σύμφυτες με τις μελωδίες. Μας «αναγκάζουν» να βιώσουμε τη ζωή ως ολότητα, όπου κάθε νότα ηχεί καθαρά και καμία πεποίθηση δεν φαίνεται να κυριαρχεί. Είναι πάντα παράδοξες και ακατανότητες σε έναν βαθμό, όπως έτσι είναι η ζωή και τα καμώματά της. Η γλώσσα των λογικών επιχειρημάτων και αποδείξεων είναι η γλώσσα του περιορισμένου εαυτού, ενώ η γλώσσα της ποίησης, των ιστοριών και των μύθων είναι η γλώσσα που μιλάει αυτός που ονειρεύεται. Εξασφαλίζουν τη συνέχεια των εμπειριών μας και μας διαβεβαιώνουν πως η φαντασία ειναι ισχυρότερη από τη γνώση, πως ο μύθος ειναι πιο αναγκαίος από την πραγματικότητα, πως τα όνειρα ειναι πιο σημαντικά από την ερμηνεία τους.
Όταν οι αρχιτέκτονες θέλουν να ενισχύσουν μια ετοιμόρροπη αψίδα, αυξάνουν το βάρος που ειναι τοποθετημένο από κάτω της, γιατί με αυτό τον τρόπο τα μέρη της ενώνονται πιο δυνατά… αυτή τη δουλειά κάνουν και οι ιστορίες σε καιρούς κρίσης… ενισχύουν τις επιμέρους συνδέσεις με την ψυχή μας. Χρειαζόμαστε τις ιστορίες περισσότερο από το φαγητό και τη στέγη για να παραμείνουμε ζωντανοί σε δύσκολους καιρούς, έλεγε ο Κάρεν Ντιέτζ, αναγνωρίζοντας στις ιστορίες την θεραπευτική τους ιδιότητα στο να κρατούν στον άνθρωπο ζωντανό αυτό το κομμάτι μέσα του, που τον κάνει ν’ ακτινοβολεί ανθρωπιά, να μαθαίνει να υπομένει ό,τι δεν μπορεί να αποφύγει, να στέκεται ξανά στα πόδια του μετά τη συντριβή, να μάχεται ξανά για να δώσει νόημα στη ζωή του.
Mας ενδιαφέρουν ιστορίες που υπαινίσσονται και δεν κατηχούν, που φανερώνουν το μεγαλείο στην ήττα, την υπέρβαση του ανθρώπου απέναντι σ’ αυτό που απειλεί να τον καθορίσει, που οδηγούν στη μεταμόρφωση, και ποτέ δεν είναι συναισθηματικές, ποτέ δεν κοιτούν μακρυά απο τη σκοτεινή πλευρά που μας διαμορφώνει.
Οι ιστορίες που συλλέγει το Caravan Project φέρνουν στην επιφάνεια διάφορες κοινωνικές δυναμικές (ρατσισμός, διαφορετικότητα, αυτοπροσδιορισμός, αλληλεγγύη κλπ.) και βοηθούν ενεργά στη διαμόρφωση ενός πλαισίου επικοινωνίας πάνω σε μείζονα ζητήματα των καιρών μας. Έτσι, μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία όπως αυτή καταγράφεται στις ιστορίες μας, δίνεται η δυνατότητα στο κοινό αυτών, να συζητάει πάνω σε σύγχρονες κοινωνικές δυναμικές, διευρύνοντας έτσι την οπτική του σε ζητήματα που άπτονται της πραγματικότητας που τo περιβάλλει. Η αφήγηση προσωπικών ιστοριών, καθιστά το κοινό αυτόπτη μάρτυρα ποικίλων εκφάνσεων της ανθρώπινης ύπαρξης όπως αυτές διαμορφώνονται μέσα στο εκάστοτε κοινωνικό περιβάλλον. Παράλληλα, καλλιεργεί τις προϋποθέσεις εκείνες για μία πιο γόνιμη-εμπειρική σχέση αυτού, με την κοινωνική πραγματικότητα που διαμορφώνεται γύρω του. Δεν παραμένει πια παθητικός δέκτης ευτελών πληροφοριών, αλλά μετουσιώνεται σ᾽ ένα ενεργό παρατηρητή αυτών, οξύνοντας την κοινωνική του συνείδηση. Το μοίρασμα των ανθρώπινων ιστοριών που προτείνει το Caravan Project συνεπάγεται το μοίρασμα εμπειριών και βιωμάτων, την μάθηση δηλαδή μέσα από μια ζωντανή και άμεση βιωματική γνώση.