image Ικαρία: το ουράνιο νησί

Οι Πομάκοι

Κείμενο
Χαμδή Ομέρ

(Εισήγηση στο διεθνές συνέδριο μειονοτικών γλωσσών του οργανισμού Mercator, Ολλανδία, 23-25 / 11 / 2004)


Φωτογραφίες

Στρατής Βογιατζής

</p>

Oι Πομάκοι είναι μία μικρή εθνοτική ομάδα που κατοικεί στην βορειοανατολική Ελλάδα, στο τμήμα της Θράκης που απέμεινε στη χώρα μου. Ο φυσικός χώρος όπου κατοικούσαμε παραδοσιακά είναι η οροσειρά της Ροδόπης, κατά μήκος των ελληνοβουλγαρικών συνόρων. Στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού – το σύνολο του οποίου υπολογίζεται περί τις 40.000 άτομα – μετανάστευσε είτε στα πεδινά, κυρίως σε αστικά κέντρα είτε στο εξωτερικό, αναζητώντας ευκαιρίες εργασίας και καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Σήμερα ο πομακικός πληθυσμός είναι συμπαγής στα ορεινά του νομού Ξάνθης κατά μείζονα λόγο και δευτερευόντως στις αντίστοιχες περιοχές των διπλανών νομών Ροδόπης και Έβρου. Βεβαίως υπάρχουν πολλαπλάσιοι πομακικοί πληθυσμοί και στη Βουλγαρία και στην Τουρκία, όπως και οικονομικοί μετανάστες σε χώρες όπως η Γερμανία ή η Ολλανδία αλλά θα περιοριστούμε στην αναφορά μας για το εσωτερικό της Ελλάδος.

Αναφορικά με την καταγωγή των Πομάκων υπάρχουν διάφορες θεωρίες. Πρέπει να πω ότι καμμία δεν μπορεί να θεωρηθεί επιστημονικώς στέρεη, καθώς αφενός λείπουν τα απαραίτητα τεκμήρια για την επαρκή υποστήριξή τους κι αφετέρου συνήθως οι εικασίες αποτυπώνουν τα πολιτικά ενδιαφέροντα των εισηγητών τους.

  • Περισσότερα

    Η πομάκικη γλώσσα είναι μέλος της ευρύτερης οικογένειας σλαβικών γλωσσών της νότιας Βαλκανικής χερσονήσου και περιέχει, όπως είναι ευνόητο, πλήθος τουρκικών και ελληνικών λέξεων. Επίσης είναι χαρακτηριστικό ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των τοπικών ιδιωμάτων, συχνά από το ένα χωριό μέχρι το διπλανό η τοπική διάλεκτος διαφοροποιείται συνεχώς. Η μορφολογία του εδάφους που απέτρεπε την εύκολη επικοινωνία είναι μία προφανής εξήγηση αυτής της ποικιλομορφίας η οποία πάντα αποτελούσε ένα σημαντικό εμπόδιο στην καταγραφή και κωδικοποίηση της πομάκικης γλώσσας. Και στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθούν οι βασικοί λόγοι που η γλώσσα μας έμεινε τόσα χρόνια άγραφη, μέχρι πριν μια δεκαετία.

    Μετά το 1974, και ακόμη περισσότερο μετά το 1981, ήταν πολλοί αυτοί που αναζήτησαν την αληθινή πολιτισμική ή εθνοτική τους ταυτότητα. Μεταξύ αυτών είμασταν κι εμείς, μια ομάδα νεαρών Πομάκων που δεν είχαν συνείδηση όσων είχαν γίνει σε βάρος τους τα προηγούμενα χρόνια αλλά διεκδικούσαν την ιδιαιτερότητά τους και δεν δέχονταν ως τετελεσμένο το θάψιμό της για οποιονδήποτε λόγο. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε μία σειρά από απλά πράγματα που οι μεγαλύτεροι σε ηλικία τα είχαν αποδεχθεί: Γιατί να μιλάμε άλλη γλώσσα στο σπίτι και άλλες να μαθαίνουμε στο σχολείο; Κι αν η ελληνική χρειάζεται ή επιβάλλεται ως επίσημη γλώσσα του κράτους, ή αν η αραβική μας χρειάζεται στη μελέτη του Κορανίου, η τουρκική πού μας χρειάζεται; Γιατί πουθενά στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης δεν ακούγεται ποτέ καμμία λέξη πομάκικη, κάποιο τραγούδι πομάκικο, γιατί δεν γίνεται ποτέ κάποια αναφορά στον πολιτισμό μας; Γιατί στο κρατικό ραδιόφωνο να υπάρχουν εκπομπές στην τουρκική γλώσσα αλλά όχι στην πομάκικη; Γιατί στα δικαστήρια υπάρχουν μεταφραστές τουρκικής γλώσσας για τους τουρκόφωνους που δεν γνωρίζουν ελληνικά αλλά δεν υπάρχει μεταφραστής για τα πομάκικα; Γιατί να γίνονται τόσες εκδόσεις σε όλες τις γλώσσες αλλά η δική μας να παραμένει άγραφη; Κτλ, κτλ.

    Δεν μπορεί ένας ιδιώτης να κάνει τίποτε παραπάνω από ό,τι έχει γίνει μέχρι σήμερα. Την σκυτάλη των πρωτοβουλιών πρέπει να την αναλάβει επιτέλους το ελληνικό κράτος. Να νομιμοποιήσει τη χρήση της πομάκικης γλώσσας στα κρατικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης ή σε άλλους χώρους όπου σήμερα η τουρκική κατέχει το μονοπώλιο. Αν δεν νιώσει περήφανος ο Πομάκος για την πατροπαράδοτη λαλιά του, την επί τόσα χρόνια παραδομένη στην περιφρόνηση και την περιθωριοποίηση, στερείται ενός στοιχειώδους δικαίωματός του και εξακολουθεί να νιώθει ως πολιτισμικά φτωχός συγγενής των Ελλήνων ή των Τούρκων. Στα πλαίσια της Ενωμένης Ευρώπης, όπου η γλωσσική πολυμορφία είναι στόχος και πρακτική, νομίζω – και θέλω να ελπίζω – ότι θα προχωρήσουμε. Έτσι ώστε κάποια μέρα να δούμε και στα σχολειά των παιδιών μας να διδάσκεται η γλώσσα των προγόνων μας, να λέγεται η αλεπού «λεσίστα» κι η μάνα «μάικα».