image Digital Cultures – Warsaw: Caravan Project Presentation

Παρουσίαση σε σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας

«Ο κάθε άνθρωπος αφηγείται στον εαυτό του την προσωπική του ιστορία, όπως το παιδί που τραγουδάει στο σκοτάδι για να διασκεδάσει το φόβο του».

Παρουσιάσαμε τη δράση του Caravan Project σε ένα σχολείο δεύτερης ευκαιρίας, σε μια αίθουσα μαθητών που περιλάμβανε όλες τις τάξεις του ΣΔΕ. Σε αυτή την μικρή τάξη, σε ένα σχολείο της Χίου είδαμε το όραμα του Caravan Project να μετουσιώνεται σε πράξη.

Μιλήσαμε σε περίπου σαράντα μαθητές όλων των ηλικιών –από παιδιά 18 χρονών μέχρι ανθρώπους που έχουν βγει στη σύνταξη. Όλοι οι μαθητές ήταν άνθρωποι που τα ‘φερναν δύσκολα στη ζωή, δεν είχαν καταφέρει να πάρουν ένα απολυτήριο γυμνασίου και αγωνίζονταν κάποιοι να το πράξουν έστω και σε μια μεγαλύτερη ηλικία είτε για να έχουν μια καλύτερη τύχη στον εργασιακό τομέα, είτε γιατί ήταν κάτι που το επιθυμούσαν αλλά λόγω συνθηκών ποτέ δεν το έπραξαν.

Στο σχολείο δεύτερης ευκαρίας προβάλλαμε στους μαθητές τρεις ιστορίες από το νησί: ένα απόσπασμα από το ντοκιμαντέρ του τυφλού ψαρά, που αφορά ένα μοναχικό τυφλό και χωρίς χέρι ψαρά που που συνεχίζει να ψαρεύει όντας τυφλός τα τελευταία 70 χρόνια της ζωής του στη θάλασσα. Ένα ντοκιμαντέρ για έναν καραβομαραγκό που λατρεύει την εργασία του και πασχίζει να διασώσει και να μεταδώσει τη ναυπηγική τέχνη του καραβομαραγκού και ένα ντοκιμαντέρ για ένα μετανάστη με αφορμή την καταστροφική φωτιά που ξέσπασε στη Χίο και τη συμμετοχή του στη διαδικασία πυρόσβεσης. Μετά από κάθε ντοκιμαντέρ ακολουθούσε ένα διάλογος σχετικά με το νοήμα της ιστορίας, τους προβληματισμούς και τα αισθήματα που αυτή γεννούσε.

   Η αφήγηση ιστοριών όμως σαν εκπαιδευτική πρακτική απέδειξε σε έκεινη την μικρή κατάμεστη αίθουσα από μαθητές όλων των ηλικιών, πως έχει τη δύναμη να αφυπνίσει και να συγκίνησει τους θεατές, να καταστήσει δυνατό το μονοπάτι  της ειλικρινούς  επικοινωνίας με τον αφηγητή και κάνει πράξη μια εμπερία μεταμόρφωσης. Για μια παρουσίαση που διήρκεσε τρεις ώρες οι μαθητές έμειναν καρφωμένοι στις θέσεις τους –«είναι απίστευτο» μας είπε αργότερα ένας καθηγητής, «κάποιοι από αυτους δεν κάθονται στην τάξη για περισσότερο από δέκα λεπτά χωρίς να βγουν για τσιγάρο». Κάποιοι μαθητές που δεν εκδήλωναν κάνενα ενδιαφέρον για τις επίσημες εκπαιδευτικές πρακτικές άρχισαν να εκφράζουν το πως αισθάνονται και να συνδέουν τις ιστορίες με τα δικά τους βιώματα. Ένας μαθητής 45 χρονών φανερά συγκινημένος με την ιστορία του τυφλού ψαρά μίλησε για τη δικό του αγώνα να νικήσει τη θλίψη του και πως αυτό ήταν το πιο σημαντικό μάθημα ζωής του μέχρι τώρα.

Οι ιστορίες σε συνδυασμό με τον σχολιασμό το δικό μας αναδείκνυαν έναν κοινωνικό προβληματισμό, όπως της εξαφάνισης παραδοσιακών επαγγελμάτων μέσω από την ιστορία του καραβομαραγκού. Ένας άλλος μαθητής ηλικίας 50 χρονών φανερά εκνευρισμένος για το πως έχουμε αλλοιωθεί σαν άνθρωποι από το χρήμα, απευθυνόμενος στους άλλους μαθητές μίλησε για το πως ερήμωσαν τα χωριά, πως άφησαν τις παραδοσιακές γνώσεις να χαθούν. Η ιστορία του Αιγύπτιου μετανάστη και η αυτοθυσία που υπέδειξε στην καταστροφική πυρκαγιά της Χίου, τόνισε πως όλοι άνθρωποι ενώνονται για έναν κοινό σκοπό, ότι δεν υπάρχουν διαχωρισμοί, αφήνοντας αιχμές για τον εκφασισμό της ελληνικής κοινωνίας και προβληματίζοντας κάποιους από τους μαθητές που υποστηρίζουν τις φασιστικές και ακροδεξιές πρακτικές που έχουν παρεισφρύσει στην ελληνική κοινωνία.

Προσέγγιση

Πρώτα πρέπει να εξηγήσουμε κάποια πράγματα σχετικά με τις ιστορίες που καταγράφουμε και τον τρόπο που τις παρουσιάζουμε στο κοινό. Το κριτήριο επιλογής των ανθρώπων που ξεκινάμε να καταγράψουμε την ιστορία του, δεν είναι άλλο από μια «χημεία» που αναπτύσσεται μεταξύ μας, μια έντονη αίσθηση ότι η ζωή αυτού του ανθρώπου αφορά εμάς τους ίδιους. Αισθανόμαστε ότι αυτούς τους ανθρώπος τους γνωρίζουμε πριν τους συναντήσουμε. Αισθανόμαστε πως η ζωή που ενσαρκώνουν έχει άμεσο αντίκτυπο στις δικές μας ζωές, τα πάθη τους είναι ενδεχομένως και δικά μας πάθη, οι φόβοι τους είναι ενδεχομένως ανομολόγητοι δικοί μας φόβοι, οι περιπλανήσεις τους μοιάζουν με ταξίδια δικά μας που δεν έγιναν ποτέ. Τα ντοκιμαντέρ τα οποία γυρίζουμε δεν είναι παρά το αποτέλεσμα μιας φορτισμένης εμπερίας που βιώνουμε με τον εκάστοτε άνθρωπο που καταγράφουμε τη ζωή του. Η ουσία του έργου μας βασίζεται σε μια βαθειά σύνδεση με το άνθρωπο και τις δυνάμεις που τον διαμορφώνουν. Η προσωπική σχέση που αναπτύσσουμε με το «θέμα» μας σε μέγαλο βαθμό καθορίζει τη δομή αλλά και το ύφος της ιστορίας μας. Δεν στεκόμαστε παράμερα σαν εξωτερικοί παρατηρητές μελετώντας χωρίς να παρεμβαίνουμε στην καθημερινότητα κάποιου, αλλά γίνομαστε ενεργοί και ισότιμοι συμμετέχοντες σε μια περιπλάνηση που αφορά δύο: εμάς ως δημιουργούς και της δικής μας εσωτερικής ανάγκης να ζήσουμε κοντά σε κάποιον και να καταγράψουμε τη ζωή του, και του ανθρώπου που μας εμπιστεύεται, μας προσκαλεί στη ζωή του και δεσμεύεται σε ένα κοινό ταξίδι. Το ντοκιμαντέρ παίρνει το χαρακτήρα ενός προσωπικού ημερολογίου μέσα από το οποίο διαφαίνονται οι στιγμές σύνδεσης, οι προσωπικές εξομολογήσεις ως απόρροια μιας έντονης συνύπαρξης μεταξύ των δημιουργών και του εκάστοτε χαρακτήρα. Σταδιακά οι άνθρωποι αυτοί γίνονται κομμάτι αυτού που είμαστε καταλαμβάνοντας τον δικό τους χώρο στη ψυχή και στα αισθήματα μας. Είναι κοινή παραδοχή από τους δημιουργούς του Caravan Project ότι μετά από κάθε ιστορία δεν είμαστε πια οι ίδιοι.

Η επικοινωνία μετέπειτα αυτών των ιστοριών με το κοινό αποκτά ένα ειδικό βάρος για έμας. Δεν κουβεντιάζουμε θεωρητικά για ενδιαφέροντες ανθρώπους αλλά για ανθρώπους που σημάδεψαν τις ζωές μας και αποτελούν πλέον μέλη της ευρύτερης οικογένειας των ανθρώπων που συνδεόμαστε. Τις περισσότερες φορές σε μια φορτισμένη ατμόσφαιρα μεταφέρουμε στο κοινό τις εμπερίες μας με αυτούς τους ανθρώπους, μιλάμε για την επίδραση που είχαν στη ζωές μας, εκφραζόμαστε για το νόημα αυτών των ιστοριών αλλά και καταθέτουμε τη δική μας προσωπική μαρτυρία. Αυτή η διαφορετική εκπαιδευτική πρακτική δημιουργεί τις προϋποθέσεις μοιράσματος, «ανοίγματος» από την πλευρά του κοινού. Το βάρος μετατοπίζεται από μια διαδικασία πειθούς που κυριαρχεί στην επίσημη εκπαίδευση σε μια διαδικασία σύνδεσης μέσω προσωπικών αφηγήσεων. Δεν βρισκόμαστε σε αυτό το χώρο για να διαχειριστούμε μια πληροφορία και να κοπιάσουμε διανοητικά για την εγγυρότητα της, αλλά για να αισθανθούμε από κοινού τις βαθιές αντιφάσεις που διαποτίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη και να κουβεντιάσουμε πάνω σε αυτές.

Η παραδοσιακή σχέση δασκάλου και μαθητή όπου ένας παραδίδει και ο άλλος ακούει έχει μετατραπεί σε μια διαδραστική και αμοιβαία σχέση αναζήτησης νοήματος στον κόσμο που  μας περιβάλλει, όπου και οι δύο εγκαταλείπουν τους μεταξύ τους διαχωρισμούς και δεσμεύονται σε ένα ταξίδι ειλικρινούς περιπλάνησης. Δεν υπάρχει πειστικό ή ανεδαφικό επιχείρημα, δεν υπάρχει έγκυρη ή άκυρη τοποθέτηση, η κρίση για το λάθος ή το σωστό έχει αντικατασταθεί  με την προσπάθεια για κατανόηση.  Ο χώρος εκμάθησης έχει μεταμορφωθεί σε έναν χώρο όσμωσης όπου κυριαρχεί η διάθεση για συμμετοχή σε αυτό που συμβαίνει τώρα και εκτυλίσσεται μπροστά μας. Η εκπαίδευση από μια διαδικασία κατήχησης γίνεται μια διερευνητική διεργασία βιωματικής γνώσης πάνω στο τι θεώρουμε σημαντικό για τις ζωές μας και πώς μπορούμε να ενεργοποιήσουμε τις κλίσεις και τα ταλέντα μας, τον εσωτερικό μας προβληματισμό ώστε να κατευθυνθούμε προς τα εκεί.

Οι θεατές από απλοί παρατηρητές αρχίζουν να εκτίθενται ενεργά σε έναν ζωντανό διάλογο, κουβεντιάζοντας για τα δικά τους αισθήματα και τους προβληματισμούς, πασχίζοντας για μια ζωντανή επικοινωνία. Το δύσκολο της επικοινωνίας μεταξύ διαφορετικών ανθρώπων ξαφνικά λαμβάνει έναν εξομολογητικό χαρακτήρα . Κάνοντας δυνατές τις εκμυστερεύσεις, τις αυτο-αναφορές επιτρέπει κάνεις την απρόσκοπτη ροή λόγου και ένεργειας μεταξύ των μελών μιας ομάδας- στην προκειμένη περίπτωση της σχολικής τάξης- διαμορφώνοντας έτσι μια συλλογικότητα που πάλεται από ζωή. Οι μαθητές και οι καθηγητές από ανεξάρτητες μονάδες είχαν γίνει κύτταρα ένος ζωντανού συνόλου με κοινή ομοιοσυστασία, όπου επικοινωνούν ενεργά δίνοντας υπόσταση στο μοίρασμα των ιστορίων ως μιας διαδικασία που καταργεί τις αποστάσεις και δικτυώνει τους άνθρωπους στη βάση των ανθρώπινων αισθημάτων τους.