image Eπιβάτες, σε συνεργασία με το φεστιβάλ Χίου και το Allianz Cultural Insitute.

Συνέντευξη στο Περιοδικό Υποβρύχιο

Ο Στρατής και η Θέκλα είναι δύο σύγχρονοι νοµάδες. Με ένα βαν περιδιαβαίνουν την Ελλάδα φωτογραφίζοντας και κινηµατογραφώντας ιστορίες ανθρώπων «που την έχουν δει αλλιώς». Ο στόχος του Caravan Project; Πολύ απλός. «Να τη δούµε όλοι αλλιώς»!

Στρατή τι σπουδές έχεις κάνει;
Σπούδασα οικονοµικά στη Θεσσαλονίκη. Ήµουν σε ένα πανεπιστήµιο το οποίο ούτε εγώ τους καταλάβαινα ούτε εκείνοι εµένα. Οπότε έπρεπε να δω τι θέλω να κάνω στην ζωή µου, να βρω την δική µου φωνή. Στο µυαλό µου ο πιο φυσικός τρόπος για να δω ποιος είµαι και τι θέλω ήταν το ταξίδι. Στην Κούβα βρήκα την φωτογραφία, κόλλησα. Μου ταίριαζε γιατί ήταν πιο αλήτικη, σε έβγαζε έξω στους δρόµους, ήσουν σε επαφή µε τους ανθρώπους, είχε µια παιδικότητα. Ενώ το γράψιµο στο οποίο επιδιδόµουν µέχρι τότε είναι µια πιο µονήρης διαδικασία.

 

Πως καταλήξατε στο Caravan Project;
Απλά µπήκε µια ταµπέλα. Τι έκανα πάντα; Ταξίδευα και έβρισκα ανθρώπους που µε ενέπνεαν. Στην πορεία ήρθε και η Θέκλα. Το Caravan Project δε θα ξεκινούσε αν δεν υπήρχε η Θέκλα. Ερωτευτήκαµε, βρήκαµε ότι έχουµε κοινή αισθητική και µε την κρίση µια ίδια ανάγκη να βγούµε έξω και να κάνουµε πράγµατα. Όλα είναι θέµα timing. Τα παράτησε όλα και αυτή, έκλεισε το στούντιο που είχε στη Θεσσαλονίκη και ξεκινήσαµε να γυρνάµε µε ένα βαν την Ελλάδα.

Ποιος ήταν ο πρώτος σας σταθµός;
Ήµασταν και οι δύο φωτογράφοι. Δεν είχαµε ξανακάνει ντοκιµαντέρ. Είπαµε να κάνουµε µια δοκιµή να δούµε αν µας πάει. Είµαι από τη Χίο και ήξερα µια πολύ ενδιαφέρουσα φυσιογνωµία εκεί, τον κυρ Γιάννη, τον τυφλό ψαρά. Στην αρχή ήταν δύσκολο να µας δεχθεί αλλά µετά µας έβαλε στην βάρκα του και αρχίσαµε το ταξίδι. Εµείς απλά θέλαµε να ζήσουµε αυτόν τον άνθρωπο, να είµαστε µαζί του. Σπάσαµε όλους τους κανόνες, δεν υπήρχε µπάτζετ, δεν υπήρχε παραγωγή, δεν υπήρχε σενάριο, δεν υπήρχε τίποτα. Ήταν ένα πείραµα. Δεθήκαµε τόσο πολύ µε αυτόν τον άνθρωπο, αφεθήκαµε σε αυτό το ταξίδι και το αποτέλεσµα έγινε το ντοκιµαντέρ «Ο τυφλός ψαράς».

Τι φυσιογνωµία είναι ο κυρ Γιάννης;
Ο κυρ Γιάννης τυφλώθηκε στα δέκα του χρόνια από νάρκη που είχε ξεµείνει από τον πόλεµο. Είναι πάνω από εβδοµήντα χρόνια τυφλός µέσα στην θάλασσα. Οποιαδήποτε κενά τα συµπληρώνει µε την φαντασία του. Το πρώτο επίπεδο είναι ότι είναι τυφλός και ότι του λείπει το ένα χέρι. Το δεύτερο επίπεδο είναι ότι είναι ένας ζωντανός άνθρωπος, 100% στο τώρα. Έχει την ίδια λαχτάρα για τον εκατοµµυριοστό χάνο που βγάζει µε την λαχτάρα που έχει ένα µικρό παιδί στο πρώτο ψάρι που πιάνει. Πάει και ξανοίγεται στο άγνωστο και ψαρεύει. Ενώ είναι ηττηµένος από αυτά που έχουν συµβεί στην ζωή του ταυτόχρονα είναι και νικητής γιατί δεν παραιτείται. Έχει µια τόσο έντονη ενέργεια, ακτινοβολεί, έχει απίστευτο χιούµορ. Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που δεν τους ξέρει κανείς και είναι σοφοί. Νοµίζω κάτι τέτοιο είναι και ο κυρ Γιάννης. Δε θα σε πάρει ποτέ να σου πει ότι αυτό είναι το νόηµα της ζωής δηλαδή µια διανόηση που φτάνει στην κατήχηση. Ουσιαστικά κάναµε ένα ταξίδι πιο δυνατό από αυτό που αρχικά εµείς θέλαµε να κάνουµε.

Έτσι λοιπόν γεννήθηκε το ντοκιµαντέρ «Ο τυφλός ψαράς». Πού προβλήθηκε;
Πέρισυ στο φεστιβάλ ντοκιµαντέρ Θεσσαλονίκης. Πήρε το βραβείου κοινού. Ο κόσµος έχει ανάγκη τις ιστορίες ανθρώπων που µπορούν να τον εµπνεύσουν. Νοµίζω ότι αυτή είναι η µαγική λέξη, η έµπνευση. Εµείς ουσιαστικά δεν κάναµε κάτι, είµαστε αγωγοί, δίνουµε βήµα σε κάποιους ανθρώπους. Διαφορετικά δεν θα είχαν φωνή. Και αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι ήρωες. Δεν ψάχνουµε για ήρωες ούτε ο κυρ Γιάννης είναι ήρωας. Ένας απλός άνθρωπος είναι, απλά ζει µε έντονο τρόπο τη ζωή του. Αυτοί που γουστάρουν αυτό που κάνουν δεν το κάνουν και πολύ θέµα. Πέφτουν, ξανασηκώνονται, ηττούνται, γελάνε, κλαίνε. Αυτό που µας συνεπαίρνει είναι ένας άνθρωπος που µπορούµε να ταυτιστούµε µαζί του. Ένα άλλο πράγµα που µας ενδιαφέρει είναι η διαφορετικότητα. Άνθρωποι που ζουν µε διαφορετικό τρόπο την ζωή τους. Υπάρχει µια οµογενοποίηση πάρα πολύ επικίνδυνη. Από την εκπαίδευση και το πανεπιστήµιο µέχρι την δουλειά που θα κάνεις τα πράγµατα φαίνεται να πηγαίνουν σαν εξίσωση. Δεν υπάρχουν ουσιαστικά ανατροπές, εκπλήξεις, είναι σαν να υπάρχουν κάποιες συντεταγµένες που όλοι ακολουθούν. Νοµίζω ότι αυτό είναι µεγάλη πλάνη. Κάθε άνθρωπος είναι ξεχωριστός. Και αυτό είναι ένα σηµαντικό πράγµα που θέλουµε να βγάλουµε µε το Caravan Project. Να εµπνεύσουµε τους ανθρώπους να ακολουθήσουν την δική τους φωνή και να µη φορέσουν το κουστούµι που άλλοι έχουν ράψει για αυτούς.

Πώς χρηµατοδοτείται το project;
Ουσιαστικά στην αρχή ήµασταν µόνοι µας στα πάντα. Μετά κάναµε κάποιες αιτήσεις για χρηµατοδότηση. Το ίδρυµα Σταύρος Νιάρχος ενδιαφέρθηκε και µας χρηµατοδότησε τον Απρίλιο. Έτσι τα πράγµατα έγινα πιο εύκολα αλλά και η χρηµατοδότηση αν δεν υπήρχε πάλι θα το κάναµε. Κάποιος θα µας δώσει ένα πιάτο φαγητό, δε θέλουµε τίποτε άλλο.

Πόσες ιστορίες έχετε καταγράψει µέχρι τώρα;
Έχουµε φωτογραφήσει κάποια µέρη στην άγονη γραµµή. Έχουµε κάνει µικρά ντοκιµαντέρ, τον κυρ Γιάννη, ένα καραβοµαραγκό, ένα νεαρό Γάλλο που ζει στην Μυτιλήνη και ο οποίος τα φτιάχνει όλα µόνος του, αυτάρκης, µια µικρή ιστορία ενός µοναχού στο άγιο όρος, ένα µετανάστη στην Χίο µε τις φωτιές τώρα το καλοκαίρι.

Ποια ήταν η πιο δύσκολη στιγµή που είχατε στο project µέχρι τώρα;
Δεν είναι εύκολο να είσαι µε κάποιον συνέχεια µαζί και ταυτόχρονα να δουλεύεις. Είναι δύσκολο. Το πιο δύσκολο είναι να βρούµε µε την Θέκλα τη δική µας ισορροπία σαν δηµιουργοί, σαν ταξιδιώτες αλλά και σαν σύντροφοι. Θέλει κάποιες φορές να χάνεσαι και µε τον άλλον. Έτσι έχεις περισσότερη λαχτάρα µετά να τον ξαναδείς.

Τι άλλα πλάνα έχετε για το Caravan Project;
Στήνουµε πανί και προτζέκτορα και κάνουµε παρουσιάσεις σε πλατείες και χωριά. Δείχνουµε τις ιστορίες και ξεκινά ένας δηµιουργικός διάλογος. Στο µέλλον θέλουµε να διαµορφώσουµε αυτές τις ιστορίες σε ένα υλικό µε εκπαιδευτικό προσανατολισµό και να το πάµε σε σχολεία. Σε πείσµα της οργανωµένης εκπαίδευσης για εξειδίκευση και πληροφορία, θέλουµε τα παιδιά να διδαχθούν την διαφορετικότητα µέσα από βιωµατικές ιστορίες, µέσα από πραγµατικούς ανθρώπους. Ένα κοµµάτι του Caravan Project είναι και η διάδραση. Ακόµα και αν η κρίση δεν υπήρχε έπρεπε να την εφεύρουµε. Ο κόσµος δεν πήγαινε καθόλου καλά πριν. Μπορεί να κατανάλωνες αλλά κανένας δεν ενδιαφερόταν για τον διπλανό του, είχαµε αποµακρυνθεί. Τώρα έρχεται αυτό το καµπανάκι. Είναι τεράστια ευκαιρία και ειδικά σε ένα τόπο σαν την Ελλάδα. Έλεγε κάποιος σε µια οµιλία του TEDx ότι η Ελλάδα είναι πρωτοπόρα επειδή πτώχευσε πρώτη.

Ναι, ο οικονοµολόγος Tomas Sedlacek, φιλοξενήσαµε συνέντευξή του στο προηγούµενο τεύχος. (δες εδώ: http://www.ypovrixio.gr/article.php?issues_no=64&contents_id=1105)
Είναι αναγκαίο ένα restart. Και µπορεί η Ελλάδα να παίξει κεντρικό ρόλο σε αυτό. Να αφυπνιστεί ο κόσµος, να αλλάξει, να πάει προς το ουσιώδες. Εδώ σου δίνει η ιστορία, σου δίνει ο τόπος, σου δίνει το περιβάλλον. Δεν µπορείς να ζήσεις σαν καταναλωτής, σαν αµερικανός, είναι διαφορετικό το µοτίβο που ταιριάζει σε αυτή την χώρα. Με αυτό το κλίµα, µε αυτά τα προϊόντα που µπορεί να εξάγει. Παράλληλα µπορεί να αποτελέσει πόλο έλξης για ανθρώπους που θέλουν να δουν αυτό το πείραµα, να ζήσουν κοντά στην φύση. Ανθρώπους αλληλέγγυους οι οποίοι δεν περιµένουν πια από το κράτος αλλά οργανώνονται και φτιάχνουν πράγµατα. Δε λέω να γίνουν όλοι αγρότες. Ακόµα και από το διαδίκτυο µπορεί να εργάζεται κάποιος και να ζει σε ένα νησί και παράλληλα να είναι ενεργός πολίτης, να παρεµβαίνει στα κοινά. Νοµίζω ότι τώρα κάτι µικρό και τοπικό µπορεί να γίνει παγκόσµιο.

Είσαι αισιόδοξος, το βλέπεις να γίνεται;
Λένε ότι ο απαισιόδοξος απογοητεύεται κάθε µέρα, ο αισιόδοξος µόνο στο τέλος. Από την άλλη ο Καρισμάκι λέει ότι δεν υπάρχει λόγος να είσαι πεσσιμιστής όταν έχει χαθεί κάθε ελπίδα. Σίγουρα ο κόσμος δεν είναι η παιδική χαρά ούτε όπου και αν κοιτάξεις φυτρώνουν λουλούδια. Υπάρχει αβάσταχτος πόνος εκεί εξώ. Και την αφήγηση αυτού του πόνου πρέπει να αρθρώσουμε. Και αν προκύψει κάποια ελπίδα από αυτούς τους απελπίσμενους θα έρθει. Δεν µπορώ να βλέπω και τα κανάλια να θέλουν να καθορίσουν το τρόπο που αισθανόμαστε. Καλλιεργώντας αυτό το ζοφερό κλίµα τροµοκρατίας. Πλέον είναι εποχή για ζογκλερικά, για ρίσκα. Υπάρχουν πολλοί που είναι έτσι. Το θέµα είναι να γίνουν περισσότεροι, ώστε να παρασύρουν και άλλους να αλλάξουν. Και συνήθως αλλάζεις όταν έχεις την έµπνευση. Πλέον η αλλαγή δεν είναι θέµα γραφικού, ξέρεις αυτός που πήρε τα βουνά. Αρχίζει και γίνεται ρεύµα. Χρειαζόµαστε πολλούς τρελούς. Όταν είχα κάνει ένα βιβλίο για τα Μαστιχοχώρια που ουσιαστικά αφορά έναν τρόπο ζωής που υπήρχε στην Ελλάδα πριν από ογδόντα χρόνια, µιλούσα µε τους πρόσφυγες που είχαν έρθει από την Σµύρνη στην Χίο. Ποια οικονοµική κρίση , δεν είχαν τίποτε. Μου έλεγαν όλοι: «Περάσαµε καλά, δεν είχαµε τίποτε, σαρδέλες τρωγαµε και στήναµε κάτι γλέντια…» Έβλεπα στα πρόσωπά τους, στις γιαγιάδες και στους παππούδες, αληθινή χαρά, µου έκανε φοβερή εντύπωση. Χρειαζόµαστε ελάχιστα, µια στέγη, τροφή και από εκεί και πέρα δηµιουργία, όλα τα υπόλοιπα είναι φλυαρία.