Σαν το λίγο το νερό – Σωτήρης Δημητρίου

Οδυσσέας Ελύτης

«Το τρελοβάπορο». Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας, 1971. Ποιήματα. Ίκαρος, 2002. 247.
Βαπόρι στολισμένο βγαίνει στα βουνά
κι αρχίζει τις μανούβρες «βίρα-μάινα»

Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές
φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ’ τις δυο μεριές

Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ’ όνειρο
κι έχει λοστρόμο αθώο ναύτη πονηρό

Από τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς
βάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούς

Έλα Χριστέ και Κύριε λέω κι απορώ
τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο

Χρόνους μάς ταξιδεύει δε βουλιάξαμε
χίλιους καπεταναίους τούς αλλάξαμε

Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε
μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε

Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα
παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!

ΠΑΤΜΟΣ

Είναι πριν τον γνωρίσεις που αλλοιώνει ο θάνατος
από ζωντας με τις δαχτυλιές του επάνω μας,
ημιάγριοι, το μαλλί αναστατωμένο, σκύβουμε
χειρονομώντας πάνω σ’ ακατανόητες άρπες.
Αλλ’ ο κόσμος φεύγει…
Άι άι δυο φορές τ’ ωραίο δε γίνεται
δε γίνεται η αγάπη.

Κρίμας κρίμας κόσμε,
σ’ εξουσιάζουν μέλλοντες νεκροί
και κανείς, κανείς δεν έλαχε,
δεν έλαχε ν’ ακούσει ακόμη
καν φωνήν αγγέλων, καν υδάτων πολλών
καν εκείνο το «έρχου» που σε νύχτες αϋπνίας μεγάλης
ονειρεύτικα.

Εκεί, εκεί να πάω σ’ ένα νησί πετραδερό
που ο ήλιος το λοξοπατάει σαν κάβουρας
κι όλος τρεμάμενος ο πόντος ακούει κι αποκρίνεται.

Πάνοπλη, με δεκάξι αποσκευές, με sleeping bags και χάρτες,
πλαστικούς σάκους, κοντάμετρα και τηλεοπτικούς φακούς,
κιβώτια με φιάλες μεταλλικό νερό,
κίνησα – δεύτερη φορά – και τίποτα.

Κιόλας η ώρα εννιά στο μόλο της Μυκόνου,
έσβηνα μες στα ούζα και στα εγγλέζικα,
θαμώνας ενός ουρανού ελαφρού, όπου όλα
τα πράγματα βαραίνουν δυο φορές το βάρος τους.