Σαν το λίγο το νερό – Σωτήρης Δημητρίου

Το διπλό βιβλίο – Δημήτρης Χατζής

Ήθελα να κλάψω για μένα. Άλλο είναι αυτό, το τέτοιο κλάμα, εγώ δεν ξέρω βέβαια πως να το πω, να θέλεις να κλάψεις επειδή δεν έχεις πως αλλιώς να μιλήσεις με τον εαυτό σου. Πως να μιλήσω, τι μπορούσα εγώ να μιλήσω; Τα παλιά που πέρασα, τα παιδικά μου τα χρόνια, τα κατοπινά της στερημένης μου νιότης, μείναμε μέσα μου μια στέρνα μικρή, βουρκωμένη για πάντα, δεν ξεχώριζα τίποτα μέσα. Τα τωρινά στο ξυλάδικο σφραγίζανε τη ζωή μου, ένιωθα τις σφραγίδες και χτυπιόνταν απάνω μου, νόημα πάλι δεν έβγαζα. Κ’ ήθελα να κλάψω γι’ αυτό, για το νόημα. Όχι πάντα, όχι κάθε μέρα, εδώ μονάχα στο σπίτι.

Άλλη ζωή―που να τη βρω; Ήθελα να φύγω, να ξεφύγω μονάχα, όπου να ‘ναι. Έτσι, λέω, γίνεται το σκόρπισμα μας, αυτός ο ξεριζωμός ο δικός μας. Δεν θέλουμε κάπου να πάμε. Θέλουμε να φύγουμε μόνο.

Και λέω τότε πως ο μεγάλος ο κόσμος, αυτός μπορεί να ‘ναι η πατρίδα μου ― και να το, λοιπόν, πως έχω και γω μια πατρίδα. Μια καινούργια πατρίδα. Είναι μέσα στο μεγάλο κόσμο.
Ύστερα το συλλογίζομαι πάλι πως όχι, δεν έχω. Όλα τα τρένα που ξεκινάνε, δεν πάνε βέβαια να σκορπιστούν στον αέρα, έχουνε κάπου να πάνε. Έχουν όλα τους ένα τέρμα ― ενστασιόν, που λένε γερμανικά. Πάνε στη Σούρπη, σε κάποιο χωριό των Σπανιόλων, στο Ντομπρίνοβο. Και, λοιπόν, είναι ψέματα κι ο μεγάλος ο κόσμος, είναι οι μικρούτσικοι κόσμοι μαζί. Και μένω πάλι χωρίς την πατρίδα, χωρίς μικρούτσικο κόσμο δικό μου ― που δεν τον έχω ― και χωρίς τη νοσταλγία του μεγάλου του κόσμου ― που δεν υπάρχει.

Τις σοφίες μου τις ξανάπα, τις ξανασκέφτηκα. Και μένει ακόμα αυτό το κάτι που θέλω ακόμα να κάνω. Και δεν το ξέρω. Μονάχο του δεν έρχεται, με το δικό μου το μυαλό δεν το βρίσκω, κανένας δεν είναι να μου το δώσει. Και σκέφτομαι πάλι ― έτσι είναι αυτός ο δικός μας, ο σημερινός μας ο κόσμος. Όλα μας τα ‘χει φτιασμένα, κανονισμένα, δεν λείπει τίποτα ― τον εαυτό σου μονάχα δεν ξέρεις τι να τον κάνεις.

Και να το, λοιπόν, και κείνο το φίλτρο, που λέγαμε πως μας λείπει. Φοβηθήκαμε ν’ αγαπούμε ― μη γελάσαουμε τους άλλους, μη μας γελάσουν ― και κάθεται μέσα, βαθιά, μαζεμένο, φοβισμένο. Κάτι πρέπει να ‘ρθει και το βγάζει πάνω. Ήρθε αυτή, ξεθάρρεψε το δικό μου, πήρε δρόμο και δεν σκέφτομαι καθόλου να το συμμαζέψω πίσω, δε φοβάμαι να το φανερώσω.

Έτσι τον έμαθα τον έρωτα. Έμαθα πως είναι μεγαλύτερος απ’ τον άνθρωπο, είναι, λοιπόν, ακατόρθωτος. Μια φαντασία για κάποιον καιρό και καταλαγιάζει, σκορπίζεται. Και πρέπει, λέω, να ‘ναι πολύ σπάνιο πράμα ― της τύχης ολότελα ― τα δυό πλάσματα να μπορούν να μείνουν ενωμένα, έτσι που το θέλαμε εμείς. Ο συμβισβασμός που μπορούν να κάνουν ― ορίστε, τον έκανα εγώ ― δεν είναι για να σώσουν τον έρωτα, είναι για να τον ξεφύγουν, να παραιτηθούν από αυτόν. Και πάλι δεν σώζεται τίποτα. Άλλοι μένουνε παραιτημένοι, μαζί και χωρίς τον έρωτα. Οι άλλοι χωρίζουν ― να μην τον προδώσουν. Κ’ έτσι κι αλλιώς η πίκρα μένει μονάχα. Για πάντα. Δεν είναι που λείπει τ’ αγαπημένο το πρόσωπο, αυτό που φάνηκε πως ήταν ο έρωτας. Είναι για την γνωριμιά του ακατόρθωτου. Γι’ αυτή την αίσθηση του άφθαστου που έχω κι εγώ. Η Έρικα και κείνα τα τρένα τα μισητά μου που δεν πάνε πουθενά, γίναν ένα πράγμα. Είναι ο μεγάλος, ο άπιαστος κόσμος ― που δεν υπάρχει. Η φαντασία μας τον άγγιξε μια στιγμή με τον έρωτα. Μια στιγμή μονάχα ― και χάθηκε.

― Ο δικός μας ο έρωτας, Κώστας, είταν πολύς, λέει σε λίγο. Δεν είταν αγάπη, φιλία, είταν ο έρωτας μόνο,  Δε μπορούσαν να τον βαστάξω να τον κουβαλάω σε όλη μου τη ζωή.
― Και γλύτωσες τώρα; ρωτάω.
― Όχι, λέει και σηκώνετε να φύγει. Ήθελα να το δεις και συ πως αν είχαμε μείνει μαζί, κάπως έτσι θα γινότανε στο τέλος και με μας. Όπως γίνεται μ’ όλους. Και να μην λυπάσαι.

Και τότες ο Σκουρογιάννης, γυρίζοντας στο Ντομπρίνοβο που ‘χε ερημώσει, μπορούσε πια να το ξέρει πως ο τόπος αυτός είταν ο τόπος της τελευταίας, της τελειωτικής ερημίας. Ανύπαρκτος τόπος. Πως είκοσι χρόνια παιδεύτηκε, ονηρεύτηκε, σ’ αυτόν τον ανύπαρκτο τόπο να φτάσει …

Αυτά τα χνάρια γινόντανε τώρα, ξαναγίνονταν, η σιγουριά του η χαμένη πως είχε φτάσει σε τόπο που δεν ήταν ανύπαρκτος, που δεν ήταν της νοσταλγίας του μόνο, της φαντασίας του ― η σιγουριά που ‘χε χάσει μέσα σ’ αυτούς τους τρελούς, τους μισούς, τους αφιονισμένους, τους νικημένους ανθρώπους που βρήκε γυρίζοντας.

Μείναμε , λοιπόν, μένουμε, η κόρη εγώ του νικημένου ελασίτη, δίπλά νικημένη, η μάνα του παλληκαριού που σκότωσαν οι ελασίτες και ζητάει ακόμα τον φονιά του, τρίτος αυτός ο μισότρελος με το χρήμα, τρεις ζωές μοναχικές εδώ μέσα, απλησίαστα ξένες, βουλιαγμένες η καθεμιά τους στον εαυτό της ― μέσα σ’ αυτό το σπότι που μεγαλώσαμε, σ’ αυτό το περιβόλι που τ’ ομορφύναμε. Και δυό παιδιά, που δεν είναι κανενός ― μας κοιτούνε και δεν ξέρουμε τι να τους πούμε.

Τους είδες τώρα, τους ξέρεις, πως τρέχουνε το πρωί στα λεωφορεία, πως κατεβαίνουνε στα μετρό, πως αραδιάζονται ― ανύπαρκτοι, τα νούμερα μόνο ― μπροστά στα πράσινα μηχανάκια με τις καρτέλες, πως το ζητάνε το βράδυ και κείνοι το κάτι αυτό το ανεκπλήρωτο, το δικό τους. Ως την άλλη μέρα, ως τ’ άλλο πρωί, για να τον αρχίσουν πάλι τον ίδιο δρόμο, της δικής τους της μοναξιάς ο καθένας. Αυτής της μοναξιάς η συνείδηση, είναι η συνείδηση του εαυτού σου ― μέσα απ’ αυτήν θα περάσει.

αποσπάσματα 
από το βιβλίο του
ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΑΤΖΗ
ΤΟ ΔΙΠΛΟ ΒΙΒΛΙΟ
εκδόσεις ΤΟ ΡΟΔΑΚΙΟ